De Resurrectione
Methodius
Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917
εἰ γὰρ »οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οτε μαλακοὶ ουτε άρσενοκοῖται ουτε κλέπται ουτε πλεονέκται οὔτε μέθυσοι οὔτε λοίδοροι οὔτε ἄρπαγες βασιλείαν θεοῦ κληρονομῆσαι« δύνανται, πληροῦνται δὲ ταῦτα καὶ κρατύνονται διὰ τοῦ σώματος, δικαιοῦται δὲ οὐδείς, ἐὰν μὴ πρῶτον κρατήσῃ τούτων, κρατεῖ δὲ τούτων ὸ ἐκνεύων πρὸς σωφροσύνην καὶ πίστιν, ὑποτάσσεται ἄρα τὸ σῶμα τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ· ὁ νόμος γὰρ θεοῦ σωφροσυνη.
ὥστε ὁ άπόστολος οὐ τὴν σάρκα »μὴ ὺποτάσσεσθαι« τῷ άγαθῷ ἔφη, άλλὰ »τὸ φρόνημα τῆς σαρκλός«, οἶον τὴν ὁρμὴν αύτῆς [αὐτὴν] τὴν πρὸς τὰς ἀκρασίας ἀναιρῶν, ὥσπερ δὴ καὶ τῆς ψυχῆς τὴν πρὸς τὸ ἄδικον ἔκκλισιν.
ἐκκαθαίρεσθαι γοῦν ἄχρι καὶ τῆς γαστριμαργικῆς ἀκρασίας διαμιλλώμενος, διδάσκων τε τὰς τοιαύτας [*](11 I Kor. 6, 10 — 19 Röm. S, 7 — 22 vgl. De res. II, 4, 3 S. 336, 8) [*](l τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ τ. ἀκ. S 2 οὕτως U 147 4 ἐγίνωσκεν U | σκήνωμα VU: σῶμα S 5 καὶ νεύειν 578 S | ἵνα — ἁμαρτήματα] ἐὰν νεκρώσῃ ἐν αὑτῷ τὸ αμάρτημα (od. τὰ ὰμαρτ.) w. e. seh. S 6 ἄνθρωπος — χριστοῦ Z. 9 578 S 7 αὐτοῦ U 8 πολιτεύσεται V 9 καὶ τὸ μὴ ἁμαρτ. 578 V | μὴ ne: na S 10 ἢ vor πρὸς1 < V | ἀρετὴν V 373V 11 Χρωμ. κὐτῷ] trebujusti im: trebujustim S 11f οὔτε μοιχοὶ — κλέπται < S 12 ἀρσεν. οὔτε μαλακοί U 13 οὔτε μέθυσοι nach ἅρπαγες S | οὐ λοίδοροι U 13 f κληρον. δύνανται] »würdig sind« übersetzt S | οὐ κληρ. V S. 236, 14 14 ταῦτα] πάνταΨ + S | καὶ κρατύνονται < S 15 τούτων < U 16 κ. πίστιν] τὸ σῶμα S 16f ὑποτάσσεται ἄρα < V 17 τὸ σῶμα < U: »das Fleisch« S ὁ < U | θεοῦ verb. mit σωφρ. S 18f τῷ ἀγαθῷ S 99 19 ἴφη] φησιν S 20 αὐτὴν + V U tilgt Dd | τὴν — ψυχῆς < U | δὴ < S 21 ἔκκλ. Kl, vgl. Symp. S. 34, S: ἔκκλησιν V (61, 1 V ἔκλυσιν): ἔκκαυσιν U: »Hinkehr« S | yovv] ἴφη + Ausgg. | < S 21f τ. τ. γαστρ. ἀκρ. Holl: Holl: τὴν γαστριμαργικὴν ἀκρασίαν VUS 22 γαστριμ. U 147v | διαυιλλώμενος — ἐξαπόλλυσθαι S. 325, 1 < S | τε] δὲ U)
Πρόσσχες γὰρ ὅτι, ἐπειδὴ τὸ σῶμα τοῦτο δύναται τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ <ὑποτάσσεσαι> καὶ τὴν ἀθανασίαν ὑποδέξασθαι, ἐὰν τῆς ἀκρασίας τῶν ὑπεκκαυμάτων, μὴ χραινόμενον ἀθέσμοις ὅλως οἴστρων παρατριβαῖς, ὁ ἀπόστολος ταῦτα ἀνεφθέγξατο. ποῖον γὰρ τὸ κολλώμενον ἕτερον »τῇ τόρνῃ« καὶ πλησιάζον καὶ »σὰρξ« μετ᾿ αὐτῆς [*](2 Phil. 3, 19 — 3 I Kor. 15, 32 — 4 vgl. Plato Pol. IX, 586 A — 5 I Kor. 6, 13 — 21 Symp. S. 21, 14f. 56, 15. 129, 25 f — 22 vgl. Symp. S. 39, 5 — 23 I Kor. 6, 16) [*](1 τὸ τρυφᾶν — νομίζοντας Ζ. 2 < S | τὸ] τε Y 2 πολυτελεύεσθαι V Dd, vgl. Dd Thesaur. VI, 1441: πολιτεύεσθαι U | ζῆν < U | οἵ ὡς θ. ποιοῦνται übers. S 4 δρέμματα] σώματα U 4f κάτω . . κ. τὰς τραπέζας < S, aber vgl. PI 4 βορρὰν U 5 τε] γὰρ S 6f ἐπήγαγε < S 7 τῶ δὲ U ὁ δὲ — ἕαυτῶν Z. 17] »und so weiter. Bald « S 9 ἡμῶν V 10 ἄρας] ἄρα U 11 ἢ — < V | ὁ κολλ.] καὶ ὁ κολλ. V 12 ὁ δὲ κολλ.] ἢ οὐκ οἴδατε (V 374) ὅτι ὁ κολλ. V 13 8 ἐὰν U 16 Μιν V 17 ἄρα γε δοξ.] δοξ. οὖν U 18 κα ἐν — θεοῦ + S, mit Recht? 10 πρόσχες VU | γὰρ < U | τῷ νύμῳ S: τὸν νόμον VU 20 ὑποτάσσεσθαι + S 21 τ. ἀκρ. τ. ὐπεκκαμάτων: »von den üsten des « S | μὴ — παρατριβαῖς Ζ. 22 < S | ἀθέσμοις U 148 22 διὸ ὁ ἀπόστ. U Dd | ταῦτα < S | διεφθέγξατο U; ἀπεφθέγξατο Holl | τὸ] τῶ V 23 ἕτερον < S | καὶ πλησιάζον < S)
τῦφος μὲν γὰρ καὶ ἀπιστία καὶ θυμὸς καὶ ὑπόκρισις ψυχῆς ἁμαρτήματα, πορνεία δὲ καὶ οἶστρος καὶ σώματος· μεθ· ὡν οὔτε ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀναπτήσεται οὔτε σῶμα σωφροσύνης ὑποταχθήσεται δόγμασιν, ἀλλὰ ἄμφω διολισήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.
καὶ τοίνυν εἰ τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ὰγιασμῷ διακρατούμενα »ναός ἐστι τοῦ ἐν ἠμῖν« οἰκοῦντος πνεύματος«, καὶ »ὸ κύριος ἐν τῷ σώματι«, καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος »μέλη Χριστοῦ, ὑποτάσσεται« ἄρα τὸ σῶμα »τῷ νόμῳ« τῷ θείῳ »κληρονομῆσαι« δύναται »τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ..
ὁ γὰρ »ἐγείρας Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζῳοποιήσει« φησί »καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τοῦ ἐνοικοῦντος αὐτοῦ πνεύματος ἐν ὑμῖν«, ἵνα »τὸ θνητὸν τοῦτο« ἐνθύσηται τὴν »ἀθανασίαν καὶ τὸ φθαρτὸν τὴν »εἰς νῖκός τε καταποθῇ ὁ δάνατος.« οὐ γὰρ περὶ ἄλλου διελάβανεν καθ’ ἡμᾶς ἐνταῦθα σώματος ὁ ἀπόστολος, ἀλλὰ περὶ τούτου τοῦ ἀποθνῄσκοντος καὶ ωεκρουμένου, δι᾿ οὗ κοὶ πορνεῦσαι καὶ ἀσελγῆσαι δυνατόν.
Ἐὰν δὲ διαφορὰν εἶναι σώματος πρὸς σάρκα ὑποτοπάζωσιν (ἵνα δὴ καὶ ταῦτα αὐτοῖς ἐπιτρέψωμεν λογικεύεσθαι), καὶ σῶμα [*](3 I Kor. 6, 18 — 5 vgl. Syrnp. 8, 2. 13. De lepra 5. 6 — 10 I Kor. 6. 19 — 11 IKor. 6, 13. 15 — 12 Röm. 8, 7 — 13 I Kor. 15, 50 — Röm. 8, 11 15 IKor. 15, 53. 54 — 21 vgl. De res. I, 25) [*](1 ζεῦξιν τ. μελ. κ. U: < S | μελῶν] μελλόντων V | μίαν U μίασμα V: ἓν σῶμα ὂν S: viell. μία καὶ ἕν σῶμα, vgl. I Kor. 6, 16 ἕν σῶμά ἐστιν; . . siq σάρκα μίαν | γιγνόμενον U 2 παρὰ — ἔξω < S | πάντα ταῦτα U | < S | πληροῦνται V 3 κ. ἔκλυσιν V wie Symp. S. 90, 2: < S | ἀμαρτημάτων V: ὁρμήματα w. e. seh. S 4 ὁ ἄνθρωπος DdJh | ὁ δὲ S 99v 5 ἁμαρτάνει] »indem er Schmutziges und Unreines « + S 6 πορνία V wie oft | καὶ οἰστρός < S 8 σῶμα < U | σωφροσ . . δόγμασιν] σωφροσύνῃ S | δόγμ. (S. 294, 11): διδάγμασιν V | διολισθήσωσι U, σιολίσθωσαν V 9 ὑμῶν V 11 ἐν < S | τοῦ σώματος] πάντα S 12 ἄρα οὖν las schwerl. S | τῷ θείῳ καὶ] θείω V 13 κληρονομήσετε V | κληρ. δύν.] »ist ürdig « S | τοῦ θεοῦ] τοῦ χριστοῦ S 14 φησί < S | ὑμῶν] ἡμῶν S 15 τὸ ἐνοικοῦν . . πνεῦνα wie 21, 3 S. 244, 11 S θνητὸν V 374v 16 τὸ φθαρτὸν τ. ἀφθαρσίαν < S 18 καθ᾿ ἡμᾶς KlHoll: καθ’ ὑμᾶς V: < US | ἐνταῦθα < S 18f τοῦ καὶ U 19 καὶ — δι᾿ οὖ < S | δι᾿ οὖ] δικαίου V 21 εἶναι U 148v | ὑποτοπ.: »sie sagen« S 22 αὐτοὺς V | λογικ.: »zu « S | μὲν] αὐτοῖς S 100)
σὰρξ γὰρ ὅλως, εἰ βούλονται καὶ περὶ τούτων ἐπιστη- μόνως ἐπισκέψασθαι, πᾶς ὁ ὄγκος οὗτος τοῦ σκηνώματος ἡμῶν κυρίως οὐ λέγεται, ἀλλά τι μέρος τοῦ ὅλου καθάπερ ἢ ὀστᾶ ἤ νεῦρα ἤ φλέβες· σῶμα δὲ τὸ ὅλον. ὅθεν καὶ ἰατροί, οἳ δὴ καὶ περὶ φύσεως σωμάτων ἀκριβῶς διειλήφασι, σῶμα γινώσκουσι τοῦτο τὸ βλεπόμενον. ἀλλὰ καὶ ὁ Πλάτων καὶ αὐτὸ τοῦτο σὼμα καὶ αὐτὸς ἐπίσταται.
ἐν γοῦν τῷ Φαίδωνι ὁ Σωκράτης »ἆρα μὴ ἄλλο τι τὸν θάνατον ἡγούμεθα εἶναι« ἴφη »ἤ <τὴν> τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἀπαλλαγήν; καὶ εἶναι τοῦτο <τὸ> τεθνάναι, χωρὶς μὲν <ἀπὸ> τῆς ψυχῆς ἀπαλλαγὲν αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ σῶμα γεγονέναι, χωρὶς δὲ τὴν ψυχὴν <ἀπὸ> τοῦ σώματος;« ὁ γάρ τοι Μωυσῆς ὁ μακάριος (ἥκομεν γὰρ καὶ ἐπὶ <αὐτὰς>
τὰς κυριακὰς ἤδη γραφάς) οὐ σῶμα τοῦτο ὀνομάζεσθαι ἐπίσταται, ὅ βλέπομεν, »καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια« λέγων ἐν τοῖς καθαρισμοῖς ὁ ἐπιψαύσας τοῦ ἀκαθάρτου, καὶ λούσεται« τὸ σῶμα αὐτοῦ »ὕδατι«, »καὶ ἀκάσαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας«; τί δὲ καὶ ὁ Ἰώβ; οὐ σῶμα ἐπίσταται καὶ αὐτὸς τοῦτο τὸ νεκρούμενον καλεῖν, »φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ σκωλήκων‘ γέγων;
ἀλλὰ καὶ ὁ Σολομῶν ὅτι »εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσε- λευσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι καταχρέῳ ἀμαρτίας«. [*](8 vgl. De res. U, 13, 2 — 9 Plato Phaed. 64 C — 16 Levit. 14, 8. 46, vgl. 7, 19. 21 — 20 Hiob 7, 5; vgl. De res. 56, 7 S. 316, 20f — 21 Weish. Sal. 1, 4) [*](1 νομίζειν w. e. seh. S | οἷον — ψυχῆς) »als eigentümlich der Seele« od. wohl besser »wie auch der Seele ein eigener ist« S | ψυχῆς] φημι od. λέγω w. e. seh. + S 3 γινώσκουσι U | ἀνομ.: narizati<sja> S | ταύτην < S 4 ἄλλοι] οἱ ἔξω S | παρ’ — παρατετήρηται Ζ. 5 < S 5 ὅλως — ἐπισκέψασθαι Ζ. 6 < S | βούλοιντο U 6 οὖτος — ἡμῶν] τοῦ σώματος S 6f κυρίως . . λέγεται] κε λεύουσι . . λέγεσθαι S 7 οὐ < V | ἀλλ’ οὐ τί V | τοῦ ὅλου < S | νεῦρα ἢ < S | φλέβας V 8 οἵ — διειλήφασι Ζ. 9 < S 9 γινώσκ.] ὀνομάζουσι S 10 Πκάτων . . τοῦτο] piaton se: plotnoe S | καὶ αὐτὸ — ἐπίσταται] »Leib Leib nennt« S II ἀρα — σώματος Ζ. 14 von Dd aus Plato verbessert | ἄρα VU 12 τὴν < VU | καὶ εἶναι — σώματος Ζ. 14 < S 13 τὸ < V U | ἀπὸ < V U 13 καθ’ ἑαυτὸ < V 15 ἥκωμεν VU | αὐτὰς + S 16 ὀνομάζ. ἐπίστ.] »nennt« S | βλέπομεν S, vgl. 62, 1: λέγομεν V U 1 7 τὰ ἱμάτια] αὐτοῦ + S | λέγων ἐν τ. καθαρ. < S 18 αὐτοῦ < V 19 τί δὲ < S | καὶ Y 375 | ἐπίσταται . . καλ. U 149: »nennt« S | καὶ αὐτὸς < S 20 ὅ καλεῖ V 21 σαλομὼν V: πάλιν S S | ὅτι S 100v 22 καταχρ. < S) σώματι U)
»διὰ τοῦτο λέγω τοῦτο μὴ μεριμνᾶτε τί φάγητε ἢ τί ἐνδύσησθε. οὐχὶ ἡ ψυχὴ ψυψὴ πλέον »μὴ οὖν