Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
Φαλὲκ δὲ γεννᾷ τὸν Ῥαγαῦ, Ῥαγαῦ τὸν Σεροὺχ τὸν ἑρμηνευόμενον ἐρεθισμόν, ἀφ’ οὗ ἤρξατο εἰς ἀνθρώπους ἡ εἰδωλολατρεία τε καὶ ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ἐλθοῦσα εἰς ἡμᾶς γνῶσις περιέχει. οὔπω δὲ ἐν ξοάνοις καὶ ἐν τορείαις λίθων ἢ ξύλων ἢ ἀργυροτεύκτων ἢ <ἐκ> χρυσοῦ ἢ ἄλλης τινὸς ὕλης πεποιημέναις, μόνον δὲ διὰ χρωμάτων καὶ εἰκόνων ἠ τοῦ ἀνθρώπου διάνοια ἑαυτῇ ἐφηύρατο τὴν κακίαν καὶ διὰ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ λογιότητος καὶ νοῦ ἀντὶ τῆς ἀγαθότητος τὸ παράνομον ἐφηύρατο.
γίνεται δὲ τῷ Σεροὺχ παῖς ὁ Ναχώρ, Ναχὼρ δὲ γεννᾷ τὸν Θάρρα. ἐντεῦθεν γέγονεν ἀνδριαντοπλασία ἀπὸ πηλουργίας καὶ κεραμικῆς ἐπιστήμης ἐκ τῆς τοῦ Θάρρα τούτου [*](1 —3 vgl. Gen. 10, 8. 10 (Hippolyt Chronik § 54. 108. 109 Bauer) — 3f aus unbekannter Quelle — 4 ff Nimrod = Zoroaster als Erfinder der Magie dement. Hom. IX 4; S. 94, 4 Lagarde (vgl. auch Recogn. I 30); Epiphanius u. Clemens mit einander verbunden Chron. pasch. 28 B ; S. 49, 15 — 19 Dindorf — 9 Epiphanius folgt für Zoroaster wohl dem Ansatz des Eusebius vgl. praep. ev. Χ 9 21, 805 D Chronik S. 29, 1 Karst Hieronymus Chronik S. 20, 13 Helm — 11 f Gen. 11 , 18.20 — 12 Beginn des Götzendienstes unter Seruch Hb. Jub. 11,4 — 6 Littmann; vgl. auch Suidas s. v. Σερούχ — 15 vgl. Ancoratus c. 102, 7; S. 123, 12 ff u. Panarion anaceph. c. 3, 2; S. 163, 5 — 18 f Gen. 11, 22. 24 — 19 der Götzendienst unter Thara lib. Jub. 11, 16 Littmann; vgl. Ancoratus c. 102, 7; S. 123, 14 ff u. Panarion anaceph. c. 3, 3; S. 163, 9 ff GU M 6 —8 Chron. pasch. 28 B; S. 49, 15 —17 Dindorf) [*](1 Νεβρὼθ U | Ἀσσοὺρ U 3 Χαλλάνη M | Θήρας G M | Λοβὸν M 4 Ἑλλήνων παῖδες G 5 τὰ < G Μ 7 ἐγένετο Chron. pasch. | διαδοχῆς G διακονίας Chron. pasch. 9 vor πολὺ + οὐ G U 10 ἀλλήλων] Ἑλλήνων M 11 Ῥαγὰβ U 12 ἀφ’ οὗ] καὶ U M | ἡ < U | am Rande ΓΜ 13 ὁ < 14 <ἐκ> *; + ἐξ vor ἄλλης (Z. 15) U 15 πεποιημέναις *] πεποιημένων G U M 16 vor ἑαυτῇ + ἐφ’ GU | ἐφηύρετο G ηὕρισκε V 18 ἐφηύρετο G ἠφηύρατο U 20 ἐκ] διὰ U)
καὶ οὐδεὶς πώποτε τῶν προτέρων πρὸ πατρὸς υἱὸς ἐτελεύτα, ἀλλὰ πατέρες πρὸ παίδων τελευτῶντες τοὺς υἱοὺς διαδόχους κατελίμπανον καὶ μή τις λεγέτω περὶ τοῦ Ἄβελ· οὐ γὰρ θανάτῳ ἰδίῳ τέθνηκεν)·
ἐξότε δὲ Θάρρα ἀντίζηλον τῷ θεῷ προεστήσατο διὰ τῆς ἰδίας πηλουργίας τεχνησάμενος, τὰ ὅμοια οἷς ἔπραξαν ἀπὸ τῆς δίκης ἀπείληφε καὶ αὐτὸς παραζηλωθεὶς διὰ τοῦ ἰδίου τέκνου.
ὅθεν θαυμάσασα ἡ θεία γραφὴ ἐπεσημήνατο λέγουσα καὶ ἀπέθανεν Ἀρρὰν ἐνώ πιον [*](D287) Θάρρα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν τῇ τῆς τῆς γεννήσεως αὐτοῦ‘.