De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

180 χελιδόνιον μέγα· οἱ δὲ ὀθόνναν καλοῦσιν, οἱ δὲ κρίνον. καυλὸν ἔχει πηχυαῖον ἢ καὶ μείζονα, ἰσχνόν, ἔχοντα [*](180 RV: χελιδόνιον μέγα οἱ δὲ Παιονία, οἱ δὲ κραταιά, οἱ δὲ βραχύβιος, οἱ δὲ γλαύκιος, οἱ δὲ Πανδίονος ῥίζα, οἱ δὲ Φιλομήλειον, οἱ δὲ ὀθόννιον, Ῥωμαῖοι φάβρουμ, οἱ δὲ πίουμ φάβρουμ, Γάλλοι θώναν, Αἰγύπτιοι μοθόθ, Δάκοι κρουστάνη.) [*](11 SIM. Pl. XXV 89 (e S. N.).) [*](11 EXC Orib. XI s. v. (χελιδόνιον — ἀναπλάσσεται); Gal. XII 156 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.): Ps. D. de h. f. 18; Ps. Ap. 73 (unde Ps. Orib. I 60 ~ A. Mai l. s. VII 436, cf. Pa. Orib. III 59. V 56); Isid. XVII, 9, 36.) [*](11 TEST. Orib. V 139: ταύτην δὲ τὴν ὀθόννην τινὲς καλοῦσι χελιδόνιον μέγα, ὡς ὁ Διοσκουρίδης φχσίν.) [*](1 post οἴνῳ add. καὶ καταπλασσόμενα RDi 2 καὶ addidi e R coll. D. eup. I 203 (190) πονηρευόμενα ἔλκη καὶ σκληρίας κακοήθεις θεραπεύει . . . κισσὸς λεῖος καταπλασσόμενος post κακοήθη fort. ἔλκη addendum καὶ (alt.) om. Di τὰς ἐφήλεις R καταπασθέντα P: om. CDi 3 ὡς — ἑφθά om. C καὶ om, R 4 ποθέντες] ὑποτεθέντες Di ἢ addidi ὑποθυμιαθέντες om. RDi: summitate  ipse bibite et subposite menstruis imperat Dl οἱ κόρυμβοιποθέντες add. e R (vers. om. arch. codd O) coll. D. eup. II 78 (291) 6 τοῦ φύλλου R καὶ τῇ μήτρᾳ ἐντεθεὶς N 7 καὶ ἔμβρυα om. R, post ἄγει colloc. Di ἐγκλυζόμενος R τοῖς ὁώθωσι RDi 8 ἐκκαθαίρει καὶ ἰᾶται Di 9 καὶ κτείνει φθεῖρας NDi: κτείνει δὲ καὶ φθ. C 10 ποθεὶς σὺν ὄξει R) [*](11 num. cap. τθ ODi: cap. om. E τὸ μέγα Di post μέγα syn. e R add. Di, mg. H2 ὀθόνην Orib. οἱ δὲ κρίνον om. Orib.Dl 12 ἔχει] ἀνίησι RDi ἢ om. ROrib. ἰσχνόν] ὀσχυρόν N: om. Di) [*](13 C fol. 373v: N 168 μέγα om. C παιωνεία Di: παιωνία H 14 οἱ δὲ βραχύβιος om. C: ἀούβιος libr: correxi γλάκιος R: glaucios Ps. Ap. πάνδιος libri: correxi 15 φιλομήδιον libri: melion Ps. Ap. (L: om. LaV): correxi ὠθόνιον C: ὀθόνιον reliqui: aegypti othonea Ps. Ap. Ῥωμαῖοι] οἱ δὲ C φαβίου libri: correxi οἱ δὲ πίουμ φάβρουμ om. NDi: ἐπιουφαβιου CH: correxi 16 Γάλλοι] οἱ δὲ C θῶνα Di γάλλοι μοθόθ, αἰγύπτιοι μουας C μοθόθ] daci mopop Ps. Ap. Λάκοι] cf, Tomaschek l. s. 25)

251
παραφυάδας φύλλων μεστάς, ὁμοίων βατραχίῳ, τρυφερώτερα μέντοι τὰ τοῦ χελιδονίου καὶ ὑπόγλαυκα τὴν χρόαν, καὶ παῤ ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ τοῦ λευκοίου· χυλὸς δὲ κροκώδης, δριμύς, δηκτικὸς ποσῶς καὶ ὑπόπικρος καὶ δυσώδης· ῥίζα ἄνωθεν μέν ἐστι μία, κάτωθεν δὲ πλείονες. καρπὸς δ᾿ ὥσπερ τῆς κερατίτιδος μήκωνος λεπτός, μακρὸς ὡς κῶνος, ἐν ᾧ σπερμάτια μείζονα μήκωνος.

ταύτης ὁ χυλὸς μιγεὶς μέλιτι καὶ ἑψηθεὶς ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ γείῳ> ἐπ᾿ ἄνθρακος ἁρμόζει πρὸς ὀξυωπίαν· χυλίζεται δὲ καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς ἀρχομένου θέρους καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάσσεται. ἡ δὲ ῥίζα πινομένη σὺν ἀνήσσῳ καὶ οἴνῳ λευκῷ ἰκτερικούς θεραπεύει, καὶ ἕρπητας καταπλασσομένη: σὺν οἴνῳ, καὶ ὀδονταλγίας δὲ παύει διαμασωμένη. δοκεῖ δὲ κατωνομάσθαι χελιδόνιον, ἐπειδήπερ ἅμα ταῖς χελιδόσι φαινομέναις φύεται, ληγούσαις δὲ συμπαρακμάζει. τινὲς δὲ προσιστόρησαν ὅτι, ἐάν τις τυφλωθῇ τῶν τῆς χελιδόνος νεοσσῶν, αἱ μητέρες προσφέρουσαι τὴν πόαν ἰῶνται τὴν πήρωσιν αὐτοῦ.

181 χελιδόνιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ πυρὸν ἄγριον καλοῦσι. βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀπηρτημένον, ἄκαυλον, φύλλοις κισσοειδέσι, [*](8 SIM. Pl. XXV 142 — D. eup. II 56 (269) — Pl. XXVI 141 — Pl. XXV 170 — Theophr. h. pl. VII 15, 1. Pl. XXV 90 schol. Nic. Th. 857. schol. Theocr. XIII 41 — Cels. VI6, 39 Pl. IX 87. XXV 89. Ael. III 25 (ex Alex. Mynd.) Dion. Ix. I 21.) [*](12 TEST. Gal. XII 156: ἐχρήσαντο δ᾿ ἔνιοι τῇ ῥίζῃ καὶ πρὸς τοὺς ὑπ᾿ ἐμφράξεως ἥπατος ἰκτεριῶντας, ἐν οἴνῳ λευκῷ διδόντες πίνειν σὺν ἀνίσῳ.) [*](18 SIM. Pl. XXV 89.) [*](18 EXC.: Orib. XII s. v. (χελιδόνιον — τέλμασιν); Gal. XII 156 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 post μεστὰς add. φύλλα Di ὅμοια Di: ὁμοίας ROrib. βατραχείῳ Orib.: βατρακίῳ R 2 τὰ τοῦ χελιδονίου om. R 3 τὸ λευκόιον QDi: τοῦ λευκοῦ λίνου C: τοῦ om. Orib δὲ om. ROrib. 4 καὶ (pr.) om. ROrib.HDi ἡ δὲ ῤίζα O 5 πλείονες κροκοειδεῖς τὴν χρόαν R: πλείονες κροκοειδεῖς Di δ᾿ om. ROrib. 6 τῆς om. Orib. μήκωνος om. CP λεπτός — μήκωνος om. R ὡς κῶνος om. Orib.Dl 7 τῶν τῆς μήκωνος Orib. 8 μέλιτι μιγεὶς Orib. ἀγγείῳ addidi ex Orib. 9 ἄνθρακος PF: ἀνθράκων reliqui ὀξυδορκίαν Di χυλ. δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς Orib.: χυλ. δὲ τὰ φὑλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλὸς (χυλὸς C) RDi 10 καρπὸς] uirga ipsa Dl 12 λευκῷ — οἴνῳ om. H (mg. add. H2) ἰκτέρους F ἕρπητας ἐξάγει N καὶ καταπλασσομένη Di (dittogr.) 13 καὶ om. Di δὲ] τε Di: om. H 14 καὶ ὠνομάσθαι PF: καὶ om. reliqui: correxi 15 φαινομέναις addidi ἱστόρησαν HDi 16 ὅτι om, ODi ἂν τυφλώσῃ τις τοὺς τῆς χελιδόνος νεοσσούς Re) [*](18 num. cap. τι ODi: cap. om. E πύριον RH2: πύρινον Di ἐκάλεσαν ROrib.Di 19 ἀπηρτισμένον Di: ἀνηρτημένον reliqui, corr. Sarac. ὲν φύλλοις (ditt.) Di)

252
περιφεστέροις δὲ μᾶλλον καὶ μικροτέροις καὶ τρυφερωτέροις καὶ ὑπολιπαρωτέροις περιεχόμενον. ῥίζας δὲ ἔχει ἐκ τοῦ αὐτοῦ μικράς, πολλάς, ὥσπερ πυροὺς συσσεσωρευμένους· τρεῖς δὲ ἢ τέσσαρές εἰσιν αὐτῶν μακραὶ πεφυκυῖαι. φύεται δὲ παῤ ὕδασι καὶ τέλμασιν.

ἔχει δὲ τὴν δύναμιν δριμεῖαν, παραπλησίαν ἀνεμώνη, ἑλκοῦσαν τὴν ἐπιφάνειαν, καὶ ψώρας καὶ ὄνυχας λεπροὺς ἀφιστᾷ. αἱ δὲ ῥίζαι χυλω θεῖσαι χρήσιφμοι εἰς ῥινὸς ἔγχυσιν μετὰ μέλιτος πρὸς κάθαρσιν κεφαλῆς.

182 ὀθόννα· οἱ μέν φασι τοῦ μεγάλου χελιδονίου χυλὸν εἶναι, οἱ δὲ γλαυκίου, οἱ δὲ τῆς κερατίτιδος μήκωνος τῶν ἀνθῶν χυλόν, ἔνιοι δὲ μεῖγμα ἀναγαλλίδος τῆς κυανέας καὶ ὑοσκυάμου καὶ μήκωνος χυλῶν, οἱ δὲ βοτάνης Τρωγλοδυτικῆς τινος, ἥτις ὀθόννα καλεῖται, εἶναι χυλόν, γεννᾶσθαι δ᾿ αὐτὴν καὶ ἐν τῇ κατ᾿ Αἴγυπτον Ἀραβίᾳ. ἔχει δὲ τὰ φύλλα εὐζώμῳ ἐμφερῆ, πολύτρητα ὥσπερ σητόκοπα, ψαφαρά, ὀλιγόχυλα· ἄνθος δὲ φέρει κρόκινον, πλατύχυλλον, ὅθεν ἔδοξαν ἀνεμώνης αὐτό τινες εἶδος εἶναι.

2 χυλίζεται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικά, ὅπου δεῖ ἀποκαθαίρειν, δάκνουσα, καὶ πάντα τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχει. φασὶ δέ τινα καὶ ὑγρασίαν ἀπορρεῖν τῆς βοτάνης, ἣν πλύναντες καὶ χωρίσαντες τῶν λίθων ἀναπλάσσουσι τροχίσκους πρὸς τὰ αὐτά. ἔνιοι δέ φασιν αὐτὴν λίθον εἶναι [*](181 RV: χελιδόνιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ πυρὸν ἄγριον ἐκάλεσαν.) [*](10 SIM. Pl. XXVII 109 (e S. N. — Crat.)) [*](10 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v.: ὀθόνναν οἱ μέν φασι πόας εἶναι χυλὸν ἐν τῇ κατ᾿ Αἴγυπτον Ἀραβίᾳ φυομένης, οἱ δὲ λίθον Αἰγύπτιον. ῥύπτει δὲ καὶ δάκνει, πάντα τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχουσα.) [*](1 δὲ — τρυφερωτέρος καὶ om. Orib. μᾶλλον καὶ μικροτέροις om. R τρυφεροῖς ODi 2 καὶ om. R ὑπολιπάροις ROrib.HDi 3 πυρὸς R: πυρροὺς Di: πυροὺςους P συνσεσωρευμένας R: συσσεσωρευμένας H: συσεσωρευμένας F : συσωρευμένους Orib.: σεσωρευμένας Di: σεσωρευμεν (sic) P: correxi 4 τρεῖς — μακραὶ om. R δέ εἰσιν QDi δὲ (alt.) om. Orib. 5 ἐν ὕδασι Q καὶ] ἢ R 6 ἀνεμώνῃ] λειμωνίω N: λιμώνω C ἔχουσα R 7 καὶ (pr.) om. RDi ψώρας δὲ R: ψώρας τε Di ἀφιστἅι P: ἀφιστᾶ F: ἀφιστᾶσι H: ἀφίστησιν RDi 8 χυλισθεῖσα N χρήσιμοί εἰσιν RDi ῥινεγχυσίαν RDi) [*](10 num. cap. τια ODi: cap. om. E οἱ μὲν — χυλόν (v. 14) delebat Spr. μεγάλου] μέλανος P, cf. D. II 180 11 ἀνθέων Di 12 κυανέης P 13 χυλόν QDi οἱ δὲ — χυλόν om. Dl 14 εἶναι om. Di 16 ὀλιγόφυλλα QDiDl 20 ἀποσμήχουσα HDi καὶ om. H 21 χωρήσαντες P) [*](23 C fol. 374r: N 168 πύριον R: correxi, cf. Orib. V 139)

253
Αἰγύπτιον ἐν τῇ Θηβαίδι γεννώμενον, χαλκόχρουν, μικρὸν τῷ μεγέθει, δάκνοντα τὴν γεῦσιν μετὰ πυρώσεως καὶ στύψεως.

183 μυὸς ὦτα· οἱ δὲ μυὸς ὠτίδα καλοῦσιν. ἀνίησι καυλοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πλείονας ὑπερύθρους, κάτωθεν κοίλους, φύλλα δὲ στενὰ καὶ ἐπιμήκη, δάχιν ἐπηρμένην ἔχοντα, μελανίζοντα, ἀνὰ δύο πεφυκότα ἐκ διαστημάτων, εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα, ἐκφύεταί τε λεπτὰ καυλία ἐκ τῶν μασχαλῶν, ἐφ᾿ ὧν ἀνθύλλια κυανίζοντα, μικρά, ὡς τὰ τῆς ἀναγαλλίδος· ῥίζα δὲ δακτύλου τὸ πάχος, ἔχουσα πολλὰς ἀποβλαστήσεις. καθ᾿ ὅλου δ᾿ ἐστὶν ὁμοία ἡ πόα τῷ σκολοπενδρίῳ, λειοτέρα δὲ καὶ ἐλάσσων. ταύτης ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα αἰγιλώπια ἰᾶται· ἔνιοι δὲ καὶ τὴν ἑλξίνην μυὸς ὠτίδα καλοῦσιν.

184 ἰσάτις, ᾗ οἱ βαφεῖς χρῶνται· φύλλον ἔχει ἀρνογλώσσῳ ἐμφερές, λιπαρώτερον δὲ καὶ μελάντερον, καυλὸν δὲ ὑπὲρ πῆχυν.

[*](184 RV: ἰσάτις· οἱ δὲ Ἄρειον, οἱ δὲ ὑσγίνη, προφῆται ἀρούσιον, Ῥωμαῖοι ἀλούταμ.)[*](3 SIM. Pl. XXVII 105. 23sq. (e S. N. — Crat.), D. eup. I 54 (118).)[*](3 EXC. Orib. XI s. v. (μυὸς ὧτα — καλοῦσιν): Gal. XII 80.)[*](13 SIM. Pl. XX 59 (e S. N.), cf. Caes. de b. G. V 14 Pl. XXII 2— Pl. XX 59 D. eup. I 117 (168) I 162 (177) I 170 (182) I 204 (199).)[*](13 EXC. Orib.XI s. v. (ἰσάτις—πῆχυν); Gal. XI 890 (═ Paul. Aeg. VII3 s. v.).)[*](16 SIM. Ps. Ap. 69 (unde Ps. Orib. I 57.))[*](1 λενκόχρουν H)[*](3 num. cap. τιβ ODi: cap. initium om. E initio alterum de myosota cap. (TV 86) add. Di οἱ δὲ — καλοῦσιν om, Orib. καυλοὺς ἀνίησιν Orib. 4 ὑπερὑθρους τὰ κάτωθεν καὶ κοίλους Di: τὰ κάτωθεν κοίλοα (sic) Orib.: κάτωθεν δὲ κοίλους V: caulibus pluribus ab una radice concavis ab imo Pl. XXVII 105 5 ἐπιμήκη καὶ στένά Di ἐπηρμένην Orib. (coni. Sarac.): ἐπηρτημένην PHDi: ἐπηρτιμένην F: dorso acuto Pl. 6 ὀξύτερον Orib.Di 7 μασχαλῶν] abhinc habemus cod. E, cuius incip. fol. 31 8 μικρὰ om. Di ὥσπερ Orib.E 9 ἔχουσα δὲ E 10 ἡ πόα ὁμοία Orib.E ταῖς σκολοπένδραις Orib. λεπτοτέρα Drib.EDi: nisi minor minusque hirsuta esset (sc. quam helxine) Pl. XXVII 23, cf. XXVII 105 myosota . . . levis herba ἐλάττων Orib.E ταύτης — καταπλασθεῖσα om. O 11 αἰγίλωπα E ἔνιοι] τινὲς Di 12 ἐκάλεσαν E)[*](13 num. cap. τιγ ODi: ρ𝔮γ E tit. περὶ ἰσάτιδος F: περὶ ἰσάτιδος ἡκέρου Di: om. H initio post ἰσάτις ἥμερος syn. e R add. Di, superscr. H2 14 μελαντότερον R 15 δίπηχυν R)[*](16 C fol. 161r: N 13 αὔγειον C: αὔγιον reliqui: correxi coll. Ioa. Lyd. de meus. I 19 ἔγνη NHDi: ἄγνη C: oagigneme (i e, oagigne emeros) Ps. Ap.: correxi coll. schol. Nic. Th. 511. Suid. s. v. ὕσγη 17 ἄρούσιον] aperion Pa. Ap.: suspectum ῥουτάμ libri: correxi coll. Ps. Ap. Itali alutam vocant (alutiam L1V): luteam coni. Marc., cf. Salm. hom. h. iatr. 60. Herm. XXXIII 380)
254

δύναται δὲ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα πᾶν οἴδημα διαφορεῖν, καὶ φύματα καὶ ἔναιμα τραύματα κολλᾷ καὶ αἱμορραγίας στἑλλει καὶ φαγεδαινικὰ ἔλκη καὶ ἕρπητας καὶ ἐρυσιπέλατα θεραπεύει.

185 ἰσάτις ἀγρία, παραπλήσιος οὖσα οἱ βαφεῖς χρῶνται, φύλλα ἔχει μείζονα πρὸς τὰ τῆς θρίδακος, καυλούς τε πολλούς, λεπτούς, πολυσχιδεῖς, ὑπερύθρους, ἔχοντας ἐξ ἄκρου ὥσπερ θυλάκια γλωττοειδῆ πολλὰ ἀποκρεμάμενα, ἐν οἷς τὸ σπέρμα, ἄνθος δὲ μήλινον, λεπτόν.

δύναται δὲ τὰ αὐτὰ τῇ πρὸ αὐτῆς, ὠρελοῦσα καὶ σπληνικοὺς πινομένη καὶ καταπλασσομένη.