De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

25 κῦφι θυμιάματός ἐστι σκευασία κεχαρισμένη θεοῖς· χρῶνται δὲ αὐτῷ κατακόρως οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἱερεῖς. μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις, καὶ ἀσθματικοῖς δίδοται ἐν ποτήμασι. σκευασίαι δὲ αὐτοῦ ἐμφέρονται πλείονες, ἐν αἷς ἐστι καὶ αὕτη· κυπέρου ἡμίξεστον, ἀρκευθίδος ἁδρᾶς τὸ αὐτό, σταφίδος λιπαρᾶς ἐκγεγιγαρτισμένης μνᾶς δεκαδύο, ῥητίνης ἀποκεκαθαρμένης [*](3 EXC. Orib. XII s. v. (νάσκαφθον — εὐωδίαν); Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.).) [*](8 SIM. Pl. XII 98. Arr.] peripl. m. Er. 8.) [*](8 EXC. Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D.); Hes. s. v. κάγκαμον.) [*](18 SIM. Damocr. et Ruf. (Gal. XIV 117) Plut. de Is. et Os. 81 (383 c cf. ed. Parthey 278 sq.); Aet. XlII 99. 116; Paul. Aeg. VII 22 (fol. 299 Ald.) Ps. Orib. de simpl. V 76; cf. Papyros Ebers ed. Ioachim 180.) [*](3 num. cap. κγ QDiDl νάσκαφυν Orib.: νασκάνθον F (ind.): nacafton Dl: ναόκαφθον Salm. de hom. 182 νάκαφθον (θ superscr.) Orib.: nacafton Dl: νάρκυνθον Da καὶ τοῦτο om. Orib. 5 σκευαστικοῖς H 6 ὑπατμιζόμενον Paul. Aeg. l. s.: ὑποθυμιασθέν Q) [*](8 num. cap. κδ QDiDl σμύρνῃ προσεοικός HPaul. Aey. l. s. 9 βρομῶδες Q: εὐῶδες Paul. Aeg. ᾧπερ ὡς H: ᾧ reliqui: ᾧ καὶ Paul. Aeg. 12 ἢ] καὶ H 13 ἐπιληπτικοῖς καὶ σπληνικοῖς H 14 τε om. QDa) [*](18 num. cap κε QDiDl 22 κυπέρου FPlut. Ps. Orib. l. s.: κυπείρου reliqui cf. D. I 4 σταφίδων λιπαρῶν H 23 ἐκγιγαρτισμένης DiDa: ἐκγιγαρτημένης F: ἐκγιγαρτισμένων H δεκαδύο scripsi: ιβ libri)

29
μνᾶς πέντε, καλάμου ἀρωματίτου, ἀσπαλάθου, σχοίνου, ἑκάστου μνᾶν μίαν, σμύρνης δραχμὰς δεκαδύο, οἴνου παλαιοῦ ξέστας ἐννέα, μέλιτος μνᾶς δύο.

ἐκγιγαρτίσας τὴν σταφίδα 2 κόψον καὶ λέανον μετὰ τοῦ οἴνου καὶ τῆς σμύρνης καὶ τὰ ἄλλα κόψας καὶ σήσας μεῖξον τούτοις ἔασόν τε συμπιεῖν ἡμέραν μίαν· εἶτα ἑψήσας τὸ μέλι ἄχρι κολλώδους συστάσεως μεῖξον ἐπιμελῶς τὴν ῥητίνην τετηκυῖαν, εἶτα τὰ λοιπὰ συνανατρίψας ἐπιμελῶς ἀποτίθεσο εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον.

26 κρόκος ἐστὶ κράτιστος ἐν ἰατρικῇ χρήσει ὁ Κωρύκιος, πρόσφατός τε καὶ εὔχρους, ὀλίγον τὸ λευκὸν ἔχων ἐπὶ τῆς ἕλικος, ἐπιμήκης, ὁλομελής, ἄθραυστος, ἀλιπής, πλήρης, βάπτων ἐν διέσει τὰς χεῖρας, οὐκ εὐρωτικῶν ἢ ἰκμάζων, ἐπακτικὸς δὲ ἐν τῇ ὀσμῇ καὶ δριμύς· ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος ἢ παλαιός ἐστιν ἢ ἀποβεβρεγμένος. δευτερεύει δὲ ὁ ἐκ τῆς πρὸς Λυκίαν Κωρύκου [*](26 RV: κρόκος· οἱ δὲ κάστωρ, οἱ δὲ κυνόμορφος, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους. ἀμείνων μὲν ὁ Κωρύκιος ἐκ Κιλικίας, δεύτερος ὁ Λυκιακὸς ἀπὸ τοῦ πρὸς αὐτῇ Κωρύκου καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ Ὀλύμπου, τρίτος ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰολίδος. ὁ δὲ Κυρηναικὸς καὶ Σικελικὸς ἀσθενέστεροι μέν εἰσιν τῇ δυνάμει, πολύχυλοι δὲ καὶ εὔθλαστοι, διὸ καὶ τοὺς πολλοὺς πλανῶσιν. εἰς δὲ τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἄριστος ὁ πρόσφατος, εὔχρους, ὀλίγον ἔχων) [*](9 SIM. Pl. XXI 31 (e S. N. et Theophr. h. pl. VI 6, 10); 137 (e S. N.) cf. Strab. VI 273. XIV 670.) [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (κρόκος — τυγχάνειν, πρὸς δὲ τὸ — στρέφειν); Orib. t. V 73 (Dar.), unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 5 (e D. lat.); cf. Gal. XII 48. XIV 68; Ps. Orib. de simpl. V 45; Sim. S. s. v. (58 L.) cf. Hehn6 255. 1 ἀρωματίτου F: ἀρωματικοῦ reliqui cf. D. eup. II 102 (304) σχίνου Di 2 δραχμὰς] ⩹ libri δεκαδύο scripsi: ια Da: ιβ reliqui 4 τοῦ om, HDi τῆς om. H 5 μίαν] α΄ HDi 7 τὴν ῥητ. — συνανατρίψας om. Da) [*](9 num. cap. κ𝒢 QDiDl post κρόκος syn. e R add Di, post Κωρύκιος add. οἱ δὲ κάστωρ H κράτιστός ἐστις Orib.: κράτιστος om. H ἐν ἰατρ. χρ. om. Orib. 10 χρήσιμος δὲ ὁ πρόσφατος H τε] δὲ Orib. ἐπὶ τῆς ἕλικος „an der Spitze der Narbe“ cf. Flückiger Pharmak.3 775 sq. Leunis Syn. II 779 11 ἀλιπής om. Dl: ἀλέπης Orib. (ἀνελλιπής superscr. 02): ἀνελλιπής HDiDa: suspectum cf. Pl. XXI 33 optimum ubicumqne quod pinguissimum 12 τῇ διέσει Orib. H post χεῖρας add εὐχερῶς Orib. ἐπακτικὸς — καὶ om. RDiDl Isid. ἐν (alt.) om. Da 13 ὑπόδριμυς RDi 14 βεβρεγμένος HDiDa: προαποβέβρεκται Orib. (ἀποβέβρεκται Orib, V 73) δευτερεύει —χρήσιμος om. Orib. κωρυκίου Di: χωρυκίου Da ad rem cf. Str. XIV 666) [*](15 C fol. 193v: N 88 16 ἡρακλέους Di: ἡρεκλέως R κιλικίης C 17 καὶ addidi 18 ἠγαιῶν C: αἰγεῶν N αἰωλίδος R)

30
καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ Λυκιανοῦ Ὀλύμπου, εἶτα ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰτωλίας. ὁ δὲ Κυρηναικὸς ὁ ἐκ Κεντορίπων κατὰ τὴν Σικελίαν ἀσθενεῖς κατὰ δύναμιν, λαχανώδεις ὄντες πάντες· διὰ μέντοι τὸ πολύχυλον καὶ εὔχρουν οἱ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ τὴν θυίαν βάπτοντες τούτῳ χρῶνται — πολλοῦ δὲ πιπράσκεται διὰ τοῦτο—, εἰς δὲ τὰ φάρμακα ὁ προγεγραμμένος ἐστὶ χρήσιμος.