De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
5 ὁ δὲ καρπὸς πινόμενος ἁρμόζει πλευριτικοῖς, πριπνευμονικοῖς, βήσσουσιν, ἰσχιαδικοῖς, ἐπιλημπτικοῖς, σκοτωματικοῖς, ὀρθοπνοικοῖς, στροφουμένοις, δυσουροῦσι, θηριοδήκτοις, καὶ εἰς τὰ γυναικεῖα δὲ ὑποθυμιάματα εὐθετεῖ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα ἀφεψόμενος, ἀναστομῶν τὴν μήτραν καὶ ἐπισπώμενος ὑγρασίαν. τὸ δὲ ξύλον τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν τῷ καρπῷ, ἥσσονα μέντοι. βοηθεῖ δὲ ἀφεψηθὲν ἐν ὕδατι καὶ πινόμενον ἀπεψίαις, στρόφοις, θηριοδήκτοις, σπωμένοις, οὖρά τε ἄγει καὶ πρὸς τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ τραύματα μετὰ ἴριδος ἁρμόζει ξηρᾶς· ἀνάγει δὲ καὶ λεπίδας. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ τῶν μύρων στύμματα.
20 ἀσπάλαθος, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ σφάγνον, Σύροι δὲ διάξυλον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ ξυλώδης, ἀκάνθαις πολλαῖς κεχρημένος, γεννώμενος ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ καὶ τῇ Ῥοδίᾳ, ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι ὑπέρυθρος ἢ πορφυρίζων, πυκνός, εὐώδης, πικρίζων ἐν τῇ γεύσει. ἔστι δέ τι καὶ ἕτερον εἶδος αὐτοῦ, λευκόν, ξυλῶδες, ἄνοσμον, ὃ δὴ καὶ χεῖρον καθέστηκε.
2 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν μετὰ στύψεως, ὅθεν πρός τε τὰς ἄφθας ἑψηθεὶς μετ᾿ οἴνου καὶ διακλυζόμενον ἁρμόζει καὶ πρὸς [*](1 SIM. D. eup. II 35 (248) II 36 (249) II 31 (241) I 237 (219) I 18 (103) I 15 (101) II 39 (251) II 41 (256) II 112 (311) lI 115 (316) II 72 (286) cf. Zop. Orib. II (553) eup. II 14 (232) II 11 (256).) [*](12 SIM. Theophr. de od. 25. 33. Pl. XII 110; XXIV 112 (e S. N.); schol. Theocr. IV 57.) [*](12 EXC, Orib. XI s. v. (ἀσπάλαθος καλός ἐστιν — καθέστηκεν); Orib. t. V 70 (ed. Dar.), unde Aet. II 196 s. v. 12; cf. Gal. XI 840 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Orib. de simpl. V 12; Hes. s. v.) [*](20 SIM. Pl. XXIV 113 — Pl. l. s. D. eup. I 194 (195) — Pl. l. s. eup. (I 161 (177) — Pl. 113 eup. II 47 (259) II 30 (240) II 109 (307) — Pl. 113.) [*](4 post ἰσχιαδικοῖς transpos. θηριοδήκτοις H 5 εἰς om, FDa ἀναστομοῖ τὴν μήτραν καὶ ἐπισπᾶται Di 7 ἐν addidi 9 τῇ om. Di 10 καὶ (alt.) om. Da) [*](12 num. κ QDiDl ἀσπάλαθον Q, at cf. D. I 4 ἐρῖοΐκησκῆπρον (sic) F: aerissceptron Dl: ἰρίσκηπτον coni Salm. cf. D. I 4 Pl. l. s. οἱ δὲ σφάγον scripsi coll. Dl Pl. XXIV 112: φάσγανον QDa: σφάγνον, οἱ δὲ φάσγανον Di (var. lect.) 13 διάξυρον coni. Salm, at cf. Pl. XXIV 112 14 ἐν νησούρω καὶ τῆ ῥουδία F: ἐν ἴστρω καὶ νησύρω καὶ συρία καὶ ῥόδω HDiDa: in Nisyro et Rhodiorum insulis Pl.: in squiroscla (ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ ?) et aput rodos Dl: correxi 16 περιφλοιωθῆναι (φλοισθῆναι V 70) Orib. 18 καὶ ἄνοσμον Orib. (καὶ post δὴ om.) ὃ χεῖρον δὴ Da 21 καὶ διακλυζόμενος HDiDa: καὶ del. F)