De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
12 μαλάβαθρον ἔνιοι ὑπολαμβάνουσιν εἶναι τῆς Ἰνδικῆς νάρδου φύλλον πλανώμενοι ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὀσμὴν ἐμφερείας· πολλὰ γάρ ἐστιν ὅμοια τῇ ὀσμῇ νάρδῳ ὡς τὸ φοῦ, ἄσαρον, ἶρις. οὐκ ἔχει δὲ οὕτως· ἴδιον γάρ ἐστι γένος φυόμενον ἐν τοῖς Ἰνδικοῖς τέλμασι, φύλλον ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι καθάπερ οἱ ἐπὶ τῶν τελμάτων φακοί, ῥίζαν οὐκ ἔχον, ὅπερ συλλέγοντες εὐθέως διαπείρουσι λίνῳ καὶ ξηράναντες ἀποτίθενται. φασὶ δὲ καὶ τῆς θερείας ἀναξηρανθέντος τοῦ ὕδατος καίεσθαι φρυγάνοις τὴν γῆν· μὴ γενομένου γὰρ τούτου φύλλον μηκέτι φύελανίζοντι.
2 ἔστι δὲ καλὸν τὸ πρόσφατον καὶ ὑπόλευκον ἐν τῷ μελανίζοντι, ἄθραυστον καὶ ὁλόκληρον, πληκτικὸν τῇ ὀσμῇ καὶ ἐπιδιαμένον τῇ εὐωδίᾳ, ναρδίζον δὲ τῇ γεύσει καὶ μὴ ἁλμυρίζον. τὸ δὲ ἀδρανὲς καὶ λελεπτοκοπημένον εὐρωτιῶσαν ἔχον τὴν ἀποφορὰν φαῦλον.
[*](6 SIM. Pl. XXI 136 D. eup. II 109 (306) Scrib. L. 170. 176.)[*](12 SIM. Pl. XII 129 (ex Iuba?) XXIII 93 (e S. N.) [Arr.] per. 56. 65.)[*](12 EXC. Orib. XI s. v. (ἴστι δὲ καλὸν — μαλαβάθρου δύναμις); Orib. t. V 74 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 2 (e D. at.), cf. Gal. XII 66.)[*](1 μείζω Orib.Di post καὶ add. τρυφερώτερε καὶ Di 2 δακτύλου πάχος τοῦ μικροῦ Da ἡ δὲ πλάγια H ὑπόριζα Q: ὑπορίζια Orib.: ἐπιρρίζια Di 3 σχἶνος Di (vitio sollemni) 6 θερμαίνειν post κινεῖν transpos. H: bis habet Di 9 ὀξυμερσίνης F: ὀξυμυρσίνη H ῥίζη H: ῥίζαις Di παραμιγνύμενος H υ: παραμιγνυμένη p cf. Dl qui adulteratur radicibus oximyrsinis)[*](12 num. cap. ιβ QDi ι Dl 13 φύλλα H 14 πολλοῖν γάρ ἐστιν ὀσκὴ νάρδου H 15 ἴρις F: νῆρις reliqui cf. D. I 9 ἔχει] ἔνι H γάρ] δέ Di 17 ad rem cf. D. IV 87 19 θερίας HDa ἀναξηράναντες H 20 φύλλσν om. HDiDa 21 μελανίζοντι Orib. (μελανίζειν Orib. V 74): μέλανι καί τι F: μελανίζειν τε HDiDa: μαλακίζειν Spr.: nigricans Pl.: coloris subalbido nigello mixtum Dl 22 καὶ (pr.) om. Orib. 23 νάρδου τῇ γεύσει H δὲ om. Orib.: post τῇ colloc. FDa: gustu nardino Dl cf. Pl. XII 129 καὶ addidi: post δὲ inser. Lac.: μηδὲ Orib. V 74 24 δὲ om. Orib. καὶ τὸ HDiDa λεπτοκοπημένον QDiDa)δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῇ νάρδῳ, ἐνεργέστερον δὲ ἐκείνη πάντα ποιεῖ. διουρητικωτέρα μέντοι καὶ εὐστομαχωτέρα ἐστὶν ἡ τοῦ μαλαβάθρου δύναμις, καὶ πρὸς τὰς ὀφθαλμικὰς φλεγμονὰς ἁρμόζει ἀναζεσθὲν ἐν οἴνῳ καὶ λεῖον ἐπιχριόμενον· ὑποτίθεται καὶ τῇ γλώσσῃ πρὸς εὐωδίαν στόματος καὶ σὺν ἱματίοις τίθεται· ἄβρωτα γὰρ καὶ εὐώδη τηρεῖ ταῦτα.
13 κασσκίας δέ ἐστι πλείονα εἴδη περὶ τὴν ἀρωματοφόρον Ἀραβίαν γεννώμενα· ἔχει δὲ ῥάβδον παχύφλοιον, φύλλα δὲ ὡς πεπέρεως. ἐκλέγου δὲ τὴν ἔγκιρρον, εὔχρουν, κοραλλίζουσαν, στενήν, λείαν, μακρὰν καὶ παχεῖαν τοῖς συριγγίοις πλήρη, δηκτικὴν ἐν τῇ γεύσει καὶ στύφουσαν μετὰ ποσῆς πυρώσεως, ἀρωματίζουσαν, οἰνίζουσαν τῇ ὀσμῇ. ἡ δὲ τοιαύτη ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων ἄχυ καλεῖται, δαφνῖτις δὲ προσαγορεύεται ὑπὸ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐμπόρων. πρὸ δὲ ταύτης ἐστὶν ἡ μέλαινα καὶ ἐμπόρφυρος, παχεῖα, γίζιρ καλουμένη, ῥοδίζουσα τῇ ὀσμῇ, μάλιστα πρὸς τὴν ἰατρικὴν τέχνην εὔθετος, δευτερεύει δὲ ἡ προειρημένη, τρίτη δέ ἐστιν ἡ καλουμένη βάτος Μοσυλῖτις.
αἱ δὲ 2 λοιπαὶ εὐτελεῖς, ὡς ἡ καλουμένη ἀσύφη, μέλαινα καὶ ἀηδὴς καὶ λεπτόφλοιος ἢ καὶ φλοιορραγής, ὡς καὶ ἡ κιττὼ καὶ δάρκα καλουμένη.
[*](1 SIM. Pl. XXIII 93 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. I 30 (108) — Pl. l. s. eup. I 84 (136) — Pl. l. s.)[*](7 SIM. Theophr. h. pl. IX 5, 3. 4, 2 sq. Pl. XII 95 sq. ex Iuba); Strab. XVI 782; [Arr.] peripl. m. Er. c. 12. Arr. an. VII 20.)[*](7 EXC. Orib. XI s. v. (κασοίας — εὐτελεῖς); Orib. t. V 71 D. (κασίαν ἐκλέγον — εὔθετος), unde Aet. II 196; Isid. XVII 8, 12; Ps. Orib. de simpl. V 75; Gal. XII 13 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3); Gal. XIV 56 sq. 72 sq. 258.)[*](1 τῇ om. Orib. πάντα ἐκείνη Orib.: ἐκείνης Q 2 ποιεῖ πάντα Da 5 δὲ καὶ Di τῇ addidi cf. D. III 5. 20. D. eup. I 84 6 ταῦτα τηρεῖ Di: τηρεῖται τὰ ἱμάτια ὑπ᾿ αὐτῆς Da)[*](7 num. cap. QDi: ια΄ Dl κασσίας libri: κασία Theophr. Gal. Orib. 8 γεννμώμενα om. HDa ὥσπερ ἴρεως H: ὥσπερ ἴρεος F: ὥσπερ πεπέρεως reliqui: correxi cf. Meyer bot. Erl. 146 sq. 9 purpureis foliis Isid. l. s. κουραλλίζουσαν Fv: κονραλίζούσαν Da 10 λίαν DiOrib. (cf. Orib. V 71), at cf. Ps. Orib. de simpl. l. s. καὶ om. Aet. πλήρη om. F: seclusi 11 πολλῆς QDa: cf. Pl. XII 97 13 ἄχυ libri: abs Dl: ἄδι cod. Marc.: λάδα coni. Marc. coll. Pl. l. s. 14 πρὸς 15 ζίγιρ QDi: γίζιρ Da: γίζειρ Arr.] per. m. Er. l. s.: γιζί Gal. XIV 67. 72: γιζηρά Orib. V 71: γίζειρ κασία Neoph. (Salm. exerc. Pl. 1304) 16 τέχνην F: arti medicine Dl: χρῆσιν reliqui 17 βάκτος μοσυλῖτις Q: βάκτοw μοσιλῖτις Da: βλαστὸς μουσηλητικός DiOrib. lat.: blatos Dl: correxi ad Μοσυλῖτις cf. Pl. VI 174. Ptolem. IV 7, 10. Steph. Byz. s. v. Μόσυλον; Arr. p. m. Er. 10. 18 ἀσύφη F [Arr.] l. s.: ἀσυφήμων HDiDa 19 κιττὼ suspectum, fort. κιτιβὼ cf. Theophr. h. p. IX 4, 2 ἡ δάκαρ Spr.: δάρκα FDi: δάκαρ reliqui: δούακα [Arr.] l. s. 8)ἔστι δέ τις καὶ ψευδοκασσία ἀφάτως ἐμφερής, ἥτις ἐλέγχεται τῇ γεύσει, οὐκ οὔσα δριμεῖα οὐδὲ ἀρωματώδης, προσεχόμενόν τε τὸν φλοιὸν ἔχει τῇ ἐντεριώνῃ. εὑρίσκεται δὲ καὶ πλατεῖα σύριγξ, ἁπαλή, κούφη, εὐερνής, διαφέρουσα δὲ τῆς ἄλλης. ἀποδοκίμαζε δὲ τὴν ὑπόλευκον καὶ ψωρώδη, πρασίζουσαν ἐν τῇ ὀσμῇ καὶ τὴν μὴ ἔχουσαν δὲ τὴν σύριγγα παχεῖαν, ψωρώδη δὲ καὶ λεπτήν.
3 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, οὐρητικήν, ξηραντικήν, στύφουσαν πραέως. ἁρμόζει δὲ εἰς τὰ πρὸς ὀξυδερκίαν ὀφθαλμικὰ καὶ μαλάγματα, φακούς τε αἴρει μετὰ μέλιτος καταχριομένη, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἐχιοδήκτοις βοηθεῖ πινομένη καὶ πρὸς τὰς ἐντὸς φλεγμονὰς πάσας ποθεῖσα καὶ πρὸς νεφρούς, εἰς ἐγκαθίσματά τε καὶ ὑποθυμιάματα γυναιξὶ πρὸς ἀνευρυσμὸν μήτρας. διπλάσιον δὲ αὐτῆς μειγνύμενον τοῖς φαρμάκοις, εἰ μὴ παρείη κινάμωμον, τὸ αὐτὸ δρᾷ, ἄγαν τέ ἐστι πολύχρηστος.
14 κιναμώμου ἐστὶ πλείονα εἴδη ὀνομαζόμενα ἐπιχωρίως. διαφέρει δὲ τὸ Μόσυλον διὰ τὸ σῴζειν ποσὴν ἐμφέρειαν πρὸς τὴν Μοσυλῖτιν καλουμένην κασσίαν, καὶ τούτου τὸ πρόσφατον, τῇ χρόᾳ μέλαν, τεφρίζον ἐν τῷ οἰνώδει, λεπτὸν δὲ τοῖς ῥαβδίοις καὶ λεῖον, ὄζοις συνεχέσι κεχρημένον, σφόδρα εὐῶδες — σχεδὸν γὰρ ἡ τοῦ ἀρίστου κρίσις ἐστὶ περὶ τὴν ἐν τῇ εὐωδίᾳ ἰδιότητα· εὑρίσκεται γὰρ μετὰ τοῦ ἡδίστου καὶ ἰδιάζοντος ἡ ὀσμὴ πηγανίζουσα ἢ καρδάμῳ ἐμφερής —, ἔτι καὶ δριμὺ καὶ [*](7 SIM. Theophr. de od. 32. 35 Cels. III 21 (107, 13) D. eup. I 121 (154) II 76 (288) II 115 (316) II 102 (303) II 70 (284).) [*](15 SIM. Theophr. h. pl. IX 5; Pl. XII 85 sq. (ex Iuba, unde Sol. 135, 13 Diod. II 49; Strab. XVI 782; Arr. an. VII 20, 2.) [*](15 EXC. Orib. XI s. v. (κινάμωμον — καρδ. ἐμφερής); Gal. XII 26; Gal. XIV 63 sq. 257. Isid. XVII 8, 10 e Pl. — Sol. DI); Ps. Orib. de simpl. V 77; Sim. S. s. v. (55 L).) [*](15 TEST. Gal. XIV 62. 63.) [*](1 nov. cap. (ιδ) περὶ τῆς ψευδοκασσίας incip. Di ἀφάτως] lappatio Dl 3 ἔχουσα ἐν τῇ Da δέ τις Di 4 ταῖς ἄλλαις Da ἀποδοκιμάζουσι Di 5 πρασίζουσαν F: τραγίζουσαν reliqui 6 δὲ (pr.) om. vulgo 7 θερμαντικὴν καὶ (dittogr.) QDiDa: diuretica Dl 8 πράως H 9 τε] δὲ H μετὰ — πινομένη om. H 11 εἰς om. HDa 13 μίγνυται H 14 τὸ αὐτὸ γὰρ HDiDa τέ] δὲ H 15 num. cap. ιδ QDi: ιβ΄ Dl κινάμωμον F (ut semper): κινναμώμου reliqui 16 μούσυλον HDa: mosylicum Orib. σῴζειν] φέρειν Di: τηρεῖν vulgo ποσῶς H 17 λεγομένην H 18 τεφρῶδες τῇ χρόᾳ Gal. XIV 257 20 τὴν εὐωδίαν Da 21 ἡδίστου QDa: ἀρίστου Orib.Di cf. Gal. l. s. ἔστι γὰρ πάνυ τῇ ὀδμῇ κάλλιστόν τε καὶ ἥδιστον 22 πηγανίζουσα ἢ om. Di at cf. Gal. l. s. καὶ διαμασώμενον πηγανίζειν δοκεῖ καρδαμώμῳ libri Dl: corr. Marc. ἔτι] ἐπὶ (compendiose script.) F)
δοκιμάζων δὲ ἀπὸ 2 μιᾶς ῥίζης λάμβανε τὸν θαλλόν· εὐχερὴς γὰρ ἡ τοιαύτη δοκιμασία. τὰ γὰρ θραύσματα μείγματα τυγχάνει καὶ κατὰ τὴν πρώτην δοκιμασίαν τὰ κρείττονα περιπνέοντα καὶ πληροῦντα τὴν ὄσφρησιν ἐμποδίζει τὴν τοῦ ἥττονος ἐπίκρισιν. ἔστι δὲ καὶ ὀρεινόν, παχὺ καὶ κολοβόν, σφόδρα ὑπόκιρρον τὴν χρόαν· καὶ τρίτον παρὰ τὸ Μόσυλον μέλαν καὶ λεῖον, ἰνῶδες δὲ καὶ οὐ πολυγόνατον· τέταρτον λευκόν, χαῦνον, ὀγκῶδες ἰδέσθαι καὶ εὐγενές, εὔθραυστόν τε καὶ μεγάλην ἔχον ῥίζαν κασσίζον· πέμπτον κασσίζον τῇ ὀσμῇ καὶ πληκτικόν, ὑπόκιρρον δὲ καὶ προσεμφερὲς τὸν φλοιὸν κασσίᾳ πυρρᾷ, πρὸς τὴν ἁφὴν δὲ στερεόν, οὐ πάνυ ἰνῶδες, παχύρριζον. τούτων δὲ τὸ πνέον λιβανωτοῦ ἢ μυρσίνης ἢ κασσίας ἢ βρωμώδους εὐωδίας ἧττόν ἐστιν.
ἀπεκλέγου δὲ τὸ λευκὸν καὶ τὸ ψωρῶδες καὶ τὸ ῥυσόκαρφον 3 καὶ μὴ λεῖον, καὶ τὸ ξυλῶδες κατὰ τὴν ῥίζαν δὲ ὡς ἀχρεῖον παραιτοῦ. ἔστι δέ τι καὶ ἄλλο ὅμοιον, τὸ καλούμενον ψευδοκινάμωμον, εὐγενές, οὐκ εὔτονον τῇ ὀσμῇ, ἐκλελυμένον δὲ καὶ τῇ δυνάμει. καλεῖται δέ τι καὶ ζιγγίβερι, ξυλοκινάμωμον ὄν, ἔχον δέ τινα ἐμφέρειαν κιναμώμῳ· τῇ ὄψειδὲ διακρίνεται καὶ τῷ βρωμώδει τῆς ὀσμῆς. τὸ δὲ ξυλοκινάμωμον λεγό- [*](1 τῆς γεύσεως F 2 δασυνόμενον libri: correxi coll. Pl. XII 92 certissima tamen aestimatio, ne sit scabrum, atque ut inter sese tritum tarde frietur χοῶδες coni. Sar. 3 δοκίμαζε HDaDi 4 λαμβάνων Di: λαμβάνειν H: λάμβανε FDa 7 ἐπίκρισιν suspectum fort. δέ τι 8 παχὺι (sic) F (fort. subest τι alieno loco in textum receptum): tactu asperior statu brevi et grossior (i. e. τραχὺ καὶ παχὺ καὶ κολοβὸν) Dl καὶ (alt.) om. HDi κολοβὸν—μέλαν καὶ om. Da 9 παρὰ] magis quam cf. Blaß Gr. d. N. 139 λίαν εὐῶδες, εὐερνῶὃες δὲ HDiDa at cf. Gal. XIV 257 ἕτερον δέ ἐστι ποσῶς μέλαν καὶ ὥσπερ ἶνας ἔχον τινάς 11 εὐγενές F: εὐτελές reliqui τε] δὲ H κεγάλην] μικρὰν Gal. l. s., at cf. Dl radicibus maior post ῥίζαν add. ὡς ἀχρείαν παραιτοῦ H (e v. 17) κασσίζον QDa: κασσίζουσαν Di: delevi et post πέμπτον collocavi coll. Dl est etiam quintum genus odore similis cassie cf. Gal. l. s. 12 πέμπτον τῇ ὀσμῇ καὶ (καὶ om. H) τλ. QDa: πέμπτον τὴν ὀσμὴν ὑπόκιρρον Di: correxi δὲ QDa: om. Di: τε vulgo 13 τὸν φλοιὸν om. H 15 ἢ μυρσίνης om. Di βρωμώδοὺς] ἀμώμου HDiDa at cf. Dl sed non tantum odore plenum 16 ἀπολέγου libri: correxi coll. Pl. XII 92. D. III 22 I 7 err. Dl 17 μὴ add. Lac. ξυλῶδες δὲ H κατὰ] καὶ FDa: om. Di τὴν ῥίζαν om. F, sed cf. Dl cuius radix inutilis est ἀχρείαν DiDa 18 ἔστι] nov. cap. (ιε) inc. Di τι om. H qui appellatur lotos. et moto (sic) Dl 19 εὐγενές F: εὐτελές reliqui: εὐερνές in extr. cap. 20 τι om. HDiDa ζίγγι F: ζίγγιβερ reliqui: correxi 21 δὲ (pr.) om. Di τῇ — κιναμώμῳ om. HDiDa δὲ (alt.) addidi 22 καὶ addidi τὸ βρωμῶδες F: correxi)
4 δύναμιν δὲ ἔχει πᾶν κινάμωμον θερμαντικήν, οὐρητικήν, μαλακτικήν, πεπτικήν· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα πινόμενον καὶ προστιθέμενον μετὰ σμύρνης, καὶ ἰοβόλοις θηρίοις καὶ θανασίμοις ἁρμόζει καὶ τὰ ταῖς κόραις ἐπισκοτοῦντα ἀποκαθαίρει, φακούς τε καὶ ἐφήλεις μετὰ μέλιτος ἐπιχρισθὲν αἴρει. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς βῆχας, κατάρρους, ὕδρωπας, νεφρίτιδας, δυσουρίας· μείγνυται δὲ καὶ τοῖς πολυτελέσι μύροις καὶ καθόλου ἐστὶ πολύχρηστον. ἀποτίθεται δὲ εἰς διαμονὴν λεῖον οἴνῳ ἀναλαμβανόμενον καὶ ξηραινόμενον ἐν σκιᾷ.
ἔστι δέ τι λεγόμενον κινάμωμον, ὃ ἔνιοι ψευδοκινάμωμον καλοῦσιν, εὐερνὲς σφόδρα καὶ παχυραβδότερον, κατὰ πολὺ μέντοι ἐλαττούμενον κιναμώμου κατά τε ὀσμὴν καὶ κατὰ γεῦσιν.