De Resurrectione
Methodius
Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917
ἀληθῶς γάρ, ὦ μεγα- [*](12 vgl. Dan. 3, 50) [*](1 οὐ μόνον — τοῦτο: »kann jener brennende Baum nicht brennen noch vertrocknen« S | ἀλλ᾿ ohne καὶ Cr 1f μᾶλλον ἀκμαιότερον Ph | κ. ἀκμαιότερον .. καὶ: »als andere Bäume« S 2 κ. χλοερώτερον < Ph | ὅ — εὔκαυστον vor ἀλλὰ Z. 1 S | ὃ] εἰ Ph | εὔκαυστον Ph S: καυστικὸν C c, καυστὸν Cr 3 καὶ ταῦτα — ἐντυφομένου: »obschon seine Wurzeln am Ausgang des Feuers sind« S | τὰς Ph a 310v b | ἐντυφωμένου Ph 4 γοῦν] δὲ(γε) S | ἐγὼ] ego . . experimentum tentavi Syr | δένδρων — ὕλης: »von jenem Baum abgebrochen habend« S | δένδρων: e quadam arbore übersetzt Syr | ἔρριψα C, w. e. sch. S Syr: ἐπέρριψα Ph 4f καθ᾿ ὃν — τόπον Z. 5: »ins Feuer« S Syr 5 ὡς εἰς C c | εἰς φλόγα ἀρθέντες < S 5f ἐτεφρ.: »verbrannten sie« S 6 φράσατε — θάλλει Z. 9 < Ph, φράσατε — παράδοξον Z. 9 < Syr | τὸ μὴ — βραχέν Z. 7 < 8 πυρὸς φλογμῶ Cr: πυρὸς πλήθει Cc: πυρὶ S | συνεχόμενον: »stehend« S und + »nicht begossen mit Wasser« | οὐ κατ. — θάλλει Z. 9; »so sehr grün ist« S | οὐκ αναλίσκεται (1. Hd.) C c 9 βούλεται myslit: mysli S (myslite 2. Hd. S a) | δεῖγμα τοῦτο (wohl τοῦτο τὸ δεῖγμα) verbindet S mit dem Vorhergehenden | τοῦτο — ἔθετο Z. 10 < Syr | vor τῆς »Vom Gericht und von (i o: >aber< no S) der Auferstehung« + S 10 ἡμέρας: »Gerichts« S | καὶ < S 10f εὐδηλότερον Ausgg.: < Ph Syr 11 ὅτι — ἐπιβήσονται Z. 13: in fine peccatores arsuros fore in igne iustosque per medium eius transituros, non tantum sine incommodo, verum inde, auri instar, splendentiores evasuros Syr | καταβασίῳ < Ph S 12 καὶ δικαιοσ. διαπρέψαντα C | ὕδατι: »übrgossen« + | τῷ πυρὶ — ἐπιβήσονται Z. 13: »so bleiben werden« S 13 οὐδὲν ἀλγ. πρ. αὐτοῦ < Ph | ἐπιβήσονται] es enden Ph Syr | ἀληθῶς — θέλεις S. 279, 8 auch C c 137v; Lemma τοῦ ἁγίου Μεθοδίου | γὰρ < 137 v 13f μεγαλόφωτε C 137 v S: μεγαλώφελε C c, μεγαλωφελῆ Cr )
πάντα γὰρ ἐκτισας ἐξ οὐκ ὄντων· διὸ καὶ πάντα μεταλλεύεις, σὰ ὑπάρχοντα, καὶ μετασκευάζεις, μόνος ὑπάρχων θεός, ὡς θέλεις.
--- Αὐτίκα γοῦν τῶν τῇδε βασιλέων αἱ εἰκόνες, κἂν μὴ ἀπὸ τῆς πολὺ τιμιωτέρας ὕλης, χρυσοῦ, ἀργύρου, ἠλέκτρου ἢ ἐλέγαντος, ὦσι κατεσκευασμέναι, τιμὴν ἔχουσι πρὸς ἁπάντων· οὐ γὰρ τὰς μὲν ἀπὸ τῆς πολὺ τιμιωτέρας ὕλης τεχνημένας θεραπεύοντες ἐξολιγωροῦσι τῶν ἄλλων οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ πάσας ἐπίσης τιμῶσιν, εἰ καὶ ἀπὸ γύψου ἢ χαλκοῦ ὑπάρχουσιν, καὶ ὁ δυσφημήσας εἰς ὁποτέραν οὔτε 15 ὡς πηλὸν ἀτιμάσας ἀφιεται, οὔτε ὡς χρυσὸν ἐξευτελίσας κρίνεται, ἀλλ᾿ ὡς εἰς αὐτὸν ἀσεβήσας τὸν βασιλέα καὶ κύριον.
τὰς μὲν ἀπὸ χρυσοῦ κατεσκευασμένας εἰκόνας τοὺς αὐτοῦ ἀγγέλους, τὰς τε ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, »εἰς τιμὴν« καὶ δόξαν αὐτοῦ ποι<ηθέντας νο>οῦμεν . . .