De Resurrectione
Methodius
Methodius, De Resurrectione, Bonwetsch, Hinrichs, 1917
<καὶ πάλιν Δαυίδ·> »δοκίμασόν με« φησί »κύριε, καὶ πείρασόν με. πύρωσον τοὺς νεφρούς μου καὶ τὴν καρδίαν μου«. λεγέτω δὴ καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπὶ τῷ μονογενεῖ πυρωθεὶς τὰ σπλάγχνα, προτιμήσας τε τὸ τοῦ θεοῦ μᾶλλον πρόσταγμα, μετὰ τὸ ἀκοῦσαι »Ἀβραάμ«, φεῖσαι τοῦ παιδός σου, άπορρίψας τὸ ξίφος, »ἐδοκίμασας ἡμᾶς ὁ θεός, ἐπύρωσας ἡμὰς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον«.
λεγέτω καὶ ὁ Τὼβ μετὰ τὸ ἀπορρεῦσαι τὴν σαπρίαν . . καὶ ὀνειδισθῆναί τε ὑπὸ τῶν φίλων καὶ ἀλγῆσαι τὸ σῶμα, »διὰ λαίλαπος« ἀκούσας λαλοῦντος αὐτῷ τοῦ θεοῦ οἴει με [*](1 Psal. 123, 2–7 — 8 vgl. De autex. I, 3, 5 S. 146, 7. 17f — 11 65, 10. 11 — 12 Mart. Polyk. 15 — 15 Psal. 25, 2 — 16ff vgl. Symp. S. 134f — 18 Gen. 22, 11 f — 19 Psal. 65, 10 — 22 Hiob 38, 1. 40, 3) [*](8 vgl. Eustath., De engastr. 20 S. 47, 18 Kl ἀλλὰ < S | ρκγ' < S | ψαλμῷ] »Psalter« S | τό] τὸ εἰρημένον U: πάλιν S 2 εἰ μὴ U 143v | ὅτι < S | ἀνθρώπους] »Feinde« S 3 ἄρα τὸ — ἡμᾶς Z. 4 < U Ι κατεπόντησεν V 4 χείμαρρον — θηρευόντων Z. 7] »und bald darauf« S 8 οἱ μάρτ. — ψάλλοντες < S 10 ἀντίφθ. ὕμνον συμφ.] »harmonischen « S | ὑπερμάχῳ < S 10f κ. βασ. τ. ὅλων < S 11 ἐπύρ. — ἐδοκιμάσθησαν Z. 14f] »und so « S 12 ἔθου — ἡμῶν Z. 13 < V 14 ἐκθλίβοντες 14 f ἐδοκιμά|σθησαν V 370 15 δοκίμασόν — πείρασόν με < S, dagegen + καὶ πάλιν Δαυίδ | γάρ φησι U | 16 ὁ < U 18 τοῦ θεοῦ . . πρόστ.] θεόν S | μετὰ — φεῖσαι < S 19 σου] καὶ S | ἐπύρωσας — ἀργύριον Z. 20] »und so « S 20 ὁ < U 20f μ. τὸ ἀπορρ. τ. σαπρ.] »nach dem Untergang des Reichtums und dem Tod der « S | ἀπορεύσαι U 21 καὶ ονειδ. U 144 22 διὰ — αὐτῷ] »und der « S | λέλαπος U | αὐτοῦ V | οἴει — δοκιμάσῃς S. 317, 2f] »Du hast uns geprüft, o « S | ἠ οἴει V)
λεγέτωσαν καὶ οἱ τρεῖς ἐν τῇ καμίνῳ παῖδες δροσιζόμενοι, ἵνα μὴ καταφλεχθῶσιν ὑπὸ τοῦ πυρός, »ἐδοκίμασας ἡμᾶς ὁ θεός, ἐπύρω- σας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον. διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν«.
δὸς εἰπεῖν κἀμοὶ τῷ Μεθοδίῳ, ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ μέγας, ὁ αἰώνιος, ὁ πατὴρ τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου διαβάντι τὸ πῦρ ἀναλγητί, καὶ τῶν ῥευμάτων εἰς τὴν καυστικὴν μεταβληθέντων φύσιν ὑπεξαλύξαντι τὰς ὁρμάς, διῆλθον »διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγές με εἰς ἀνάψυξιν«. σὴ γὰρ αὕτη τοῖς ἀγαπῶσί σε ἡ ἐπαγγελία »ἐὰν διαβαίνῃς δι᾿ ὕδατος. μετὰ σοῦ μἰμι, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσί σε. κἂν διαβαίνῃς διὰ διὰ πυρός, οὐ μὴ κατακαυθῇς· φλὸξ οὐ κατακαύσει σε«. ἀλλὰ γὰρ περὶ τῆς κατὰ τὸν ψαλμὸν ἐξηγήσεως ἄλις ἔχει ταῦτα.
Ἔτι δὲ ἐκεῖνο διασκεπτέον, ἐν ᾧ πολυμόρφοις ἐμφαντα- ζόμενοι ἀπάταις. καθευδόντων τρόπον, ἀποφαίνονται τὸν ἀπόστολον εἰρηκέναι »ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ«, καὶ βοῶσι, Τὴν πρὸ τῆς ἐντολῆς ἡμῶν ἐν τῷ πρωτοπλάστῳ διαγωγὴν πρὸ σώματος ἴφη, [*](1 Psal. 65, 11 — 2 Weish. Sal. 3, 5 — 3 Dan. 3, 50 — 4 Psal. 65, 10. 12 — 7 vgl. II Kor. 6, 18. Apok. Joh. 1,8 — vgl. Tit. 2, 13. Rom. 16, 26 — 9 Psal. 65, 12 — 11 vgl. IKor. 2, 9. Rom. S, 28. II Tim. 4, S — Jes. 43, 2 — 13 vgl. Symp. S. 111, 7f — 15 De res. I, 26, 1. 46, 3. 39, 5. 62, 2 — 16 Porphyrius(?) bei Makar. Magn. III, 31. 33 S. 60f. 64 — 17 öm. 7, 9 — De res. I, 5, 2. 3 S. 226, 13ff) [*](9 Basil., In XL mart. 8) [*](1 φανῆς U 2 χρυσὸν wie auch 315, 16 U 3 δροσιζόμενοι — πυρός Z. 4 < S 4 δεός] »und « + S 5 διήλθομεν — ὕδατος < S 6 ἀναψυχήν S 95v | δὸς — αἰώνιος Ζ. 7] »Gib nun, o Herr, denen, die dich lieben mit reinem Glauben« S | δὸς] ὡς TJ 7 ὁ μέγας < U | Χριστοῦ] »Unseres Herrn und Gottes Jesu « S 7f ἐν τῇ — ἀνάψυξιν Z. 10] »hindurch zu gehen durch dies sinnliche Feuer zur Erquickung der Ruhe« 8 ῥευμ. Dd: ῥημάτων V, ὑδάτων U 9 ὑπεξαλύσαντα V 10 με] ἡμᾶς V 11 διαβαίνεις U | ὕδατος] πυρός S 12 ποτ. οὐ συγκλ. Singularform S | συγκλείσουσι U, ει w. e. seh. corr. | κἂν — κατακαύσει σε Z. 13 < S 13 καυδής V 14 ἅλις ἔχει < V 15 Ἔτι: εἰς U | Ἔτι δὲ ἐκ.] ἐκ. δὲ »aber wieder über « S | πολυμόρφως U: < S 17 δὲ] γὰρ S | βοῶσι < S 17f Τῇ . . διαγωγῇ? S, aber wohl zitiem aus zitie 17 πρὸ xfiq — ποτέ S. 318, 7 vgl. I, 5, 2. 3 18 ἡμῶν < S | πρωτοπλάστω V 370v | διαγ.] »im « + hier S, aber nicht I, 5, 2)
— θαῦμα μὲν οὐν τοῖς πολλοῖς ταῦτα λεγόντων αὐτῶν τότε ὑπεδύετο καὶ κατάπληξις· νῦν δὲ προκυψάσης εἰς τὸ φανερώτερον ἤδη τῆς ἀληθείας οὐ μόνον μακρῷ πλανώμενοι καταφαίνονται, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς ἄκρας ἀναβαίνοντες βλασφημίας.
δόντες γὰρ ἀσωμάτως τὰς ψυχὰς πρὸ τῆς ἐντολῆς βεβιωκέναι, ἀλήπτους τε εἶναι καθ’ ἐαυτὰς ἐκ παντὸς τῇ ἁμαρτίᾳ. διανοηθέντες πάλιν ἀνέτρεψαν τὸν λόγον, ἑαυτοὺς δὲ πολὺ μᾶλλον. τὰ γὰρ δὴ σώματα κατασκευάζουσιν αὐταῖς ὕστερον ἐπὶ τιμωρίᾳ <δοθῆναι>, διὰ τὸ πρὸ αὐτὰς ἠμαρτηκέναι. καὶ δὴ καὶ λοιδορήσεις τε ἐπῆλθον αὐτοῖς, δεσμοῖς ἀπεικάζουσι καὶ πέδαις τὸ σῶμα, ἄλλα τε ἀνόητα εἰπεῖν.
νῦν δέ, ὅπερ εἴρηται, πᾶν τοὐναντίον ἔχει· χρὴ γὰρ πρὸ τῆς ἁμαρτίας τὴν ψυχὴν ὑπάρχειν μετὰ σώματος. ἐπεὶ εἰ ἄληπτος ἡ ψυχὴ καθ’ ἑαυτὴν τῇ ἁμαρτίᾳ, οὐκ ἂν ἥμαρτεν ὅλως πρὸ τοῦ σώματος· εἰ δὲ ἥμαρτεν, οὐκέτι ἄληπτος καθ’ ἑαυτὴν τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ καὶ εὐάλω- [*](1 Röm. 7, 14 — 2 De res. I, 5, 1. 29, 4 S. 226, 6f. 260, 4f — 5 Röm. 7 6 Röm. 7, 9 — 7 — S. 319, 5 Plato Legg. XII 967 A—D — 11 vgl. Ζ. 4 — res. I, 5, 2. 29, 4 S. 226, 12f. 260, 1 — 18 De res. 1, 5, 1. 29, 4 S. 226, 6f. 260, 4f) [*](1 σαρκῖνος stets V, hier U | εἰμι U 144v 2 ὑπὸ τ. ἁμαρτ. hier und Ζ. 6 »den Sünden« (oder »durch die Sünde«) S; vgl. auch I, 5 I, 5, 2 3 καὶ < V) καριεύεσθαι < S 5 δριμέως] hier »schnell«. De res. I, 5, 3 »herb« S | ἐπήγαγε τὸ ἐγὼ ) U: τὸ < V | εἰμι] ἦν S 6 τό ἐγὼ δὲ] τὸ δὲ ἐγὼ U 7 οὖν VS: < U | τ. λεγ. αὐτῶν] »dies Wort« f αὐτῶν . . ὑπεδύετο < V 8 τότε S 96 | καὶ κατάπληξις < S | προκυψάσης] »zugeschaut« S, aber wohl prizrevsi aus prozrevsi 8f ε. τ. φανερώτατον U; »offen« S 9 ἤδη < S | οὐ μόνον — βλασφημίας Ζ. 10] »hat sich uns der große Irrtum und die völlige Blasphemie gezeigt« S S 12 διανοηθέντες δὲ S | ἀνατρέψαι V 13 γὰρ] τε w. e. seh. S (schwerl. las S τὰ δὲ γοῦν) 14 ἐπὶ < S Ι δοθῆναι + S | πρὸ σώματος < S 15 καὶ δὴ — ἐπῆλθον auch PI | δὴ καὶ — αὐτοῖς < S | τε] τὸ V, γε PI 16 τὸ — εἰπεῖν < S | ἀλλὰ — ἔχει Ζ 17 auch PI εἰπεῖν] etwa ἐπιχειροῦσιν + Holl, aber vgl. PI 17 ὅπερ — ἔχει] »haben sie wieder ein ihnen widersprechendes « S 18 ἄλ.] ἄληπτος ovaa U 20 οὐκέτι] οὔκ ἐστιν S, οὐκ ἦν U 20 f εὐάλωτος — εὔληπτος S. 319, 1] »durchaus schuldig« S)
διὰ τί δὲ ὅγως καὶ σῶμα ἐλάμβανεν ὕστερον μετὰ τὸ ἡμαρτηκέναι; ἢ τίς αὐτῇ χρεία σώματος ἦν; εἰ μὲν οὖν ἴνα βασανίζηται καὶ ἀλγῆ, πῶς μᾶλλον ἐντρυφᾷ καὶ ἀκολασταίνει μετὰ τοῦ σώματος;
πῶς δὲ καὶ τὸ αὐτεξούσιον εἶναι ἐν τούτῳ φαίνεται ἔχειν τῷ κόσμω; ἐφ ἡμῖν γὰρ τὸ πιστεῦσαι κεῖται καὶ τὸ μὴ πιστεῦσαι. ἔνθα δὲ ἐφ΄ ἡμῖν τὸ πιστεῦσαι κεῖται καὶ τὸ μὴ πιστεῦσαι, ἐφ΄ ἡμῖν τὸ κατορθώσασθαι καὶ ἁμαρτῆσαι, ῤφ᾿ ὴμῖν τὸ ἀγαθοποιῆσαι καὶ κακοποιῆσαι.
ἀλλὰ καὶ ἡ κρίσις πῶς δὴ ἐπιφέρεσθαι, ὡς μέλλουσα, προσθοκᾶσθαι ἔτι δύναται, καθ᾿ ἤν ὁ θεὸς ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα ἀποδίδωσι, καὶ οὐχ ὡς ἤδη παροῦσα νομισθήσεται, εἴ γε τὸ γεννηθῆναι μὲν καὶ εἰς σῶμα ἐλθεῖν τὴν | ψυχὴν κριθῆναί ἐστιν ἤδη καὶ ἀνταπολαβεῖν, τὸ δὲ ἀποθανεῖν καὶ χωρισθῆναι τοῦ σώματος ἐλευθερωθῆναί τε καὶ εἰς ἀνάψυξιν διὰ τὸ τὸ πρὸ σώματος αὐτὴν ἁμαρτήσασαν ὡς εἰς κατάκρισιν καὶ καταδίκην εἰς τὸ σῶμα ἐμβιβάζεσθαι καθ᾿ ὑμᾶς; ἀπέδειξε δὲ διαρκῶς ἐκ περιουσίας ὁ λόγος ἀνένδεκτον εἶναι νομίζεσθαι τὸ σῶμα βασανιστήριον καὶ πέδας τῆς ψυχῆς.
Ἤρκει μὲν οὖν ἀπὸ τῆς γραφῆς αὐτῆς ἀποδείξαντα πρὸ τῆς παραβάσεως τὸν πρωτόπλαστον ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ὄντα [*](4 vgl. De res. I, 4, 2. 4 S. 224, 3. 15 — 5 Plato Gorg. 492 C — 15 vgl. De res. I, 4, 2 S. 224, ) [*](4 Isidor Peius. Ep. IV, 163 (PGr 78, 1252 A) — 6 Makar. Aeg. PGr 34, 412. Pseudoiust. Quaest. et resp. 9 III, 16 Otto 3) [*](2 τοῦτο U 145 | δὴ γε U 3 ὅλως] οὖν schwerl. S | τὸ σῶμα U) [*](4 ἵνα βασαν. κ.] »der Pein wegen, « S | ἀλγεῖ V 5 πῶς < V | | PI > καὶ ἀκολασία | τοῦ < U | σώ|ματος V 371: σαρκός S 96v 6 εἶναι < S | ἐν τούτῳ] v sem: v sem S | ἔχειν τῷ κόσμῳ] »im « S 7 τὸ πιστ. — ἐφ’ ἡμῖν Z. 8 αυβer κεῖται) < S | ἐνθάδε V | ἐφ’ ἡμῖν — μὴ πιστεῦσαι Ζ. 8 < V 8 τὸ κατορθ. — νομισθήσεται Ζ. 12] »zu sündigen und zu sündigen und Böses zu tun und nicht zu tun. Und wie erwarten wir dem Bösen und dem Guten, wenn die Vergeltung bereits ist ?« S 9 ἁμαρτῆσαι Md: ἁμαρτήσασθαι V, ἁμαρτήσεσθαι U | ἀγαθὸν ποιῆσαι V, ἀγαθοποιεῖν U | τὸ κακοποιεῖν U 12 | γεννηθ. μὶν καὶ < S, wie auch ἀνταπολαβεῖν Ζ. 13f 14 χωρισθῆναι < S 15 τε καὶ — S 16 καἰ καταδίκην < S 11 ἐκ περιουσίας < S 18 βασανιστήριον καὶ < S 19 Ἤρκει — λόγον S. 820, 1] »Da vorliegt aus der Schrift das Wort (slovu: slovo S), ß auch vor der Übertretung im Fleisch die Seele war im ersten Menschen, so möge darüber die Verhandlung hier ruhen« S)
πάρεστι γὰρ ἤδη σκοπεῖν ὑμᾶς, ὠ δικασταί, ὄτι τό »ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ« λεγόμενον ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίοθς οὐ δύναται πίπτειν εἰς τὴν πρὸ σώματος κατ᾿ αὐτοὺς διαγωγὴν τῆς ψυχῆς, καθάπερ τὰ ἐπιφερόμενα τούτοις μηνύει, κἂν εἰ ὁ γενναῖος οὑτος ἰατρὸς τῶν ῥητῶν τὰ ἑξῆς ὑφελόμενος πρὸς τὸ δοκοῦν αὐτῷ τὸν νοῦν ἐβιάσατο μεταπλάσαι τοῦ ἀποστόλου, ἀνίατόν τι παθὼν λίαν κοὶ παιδικόν.