Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
ὅθεν καὶ τὸν ἅγιον Ἀδὰμ τὸν πατέρα <ἡμῶν> ἐν ζῶσι πεπιστεύκαμεν· δι᾿ ὃν καὶ τοὺς ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡμᾶς πάντας Χριστὸς ἦλθεν, τοῖς μὲν πάλαι αὐτὸν γινώσκουσι καὶ μὴ πλανηθεῖσιν ἀπὸ τῆς αὐτοῦ θεότητος ἕνεκεν δὲ σφαλμάτων ἐν Ἅιδῃ κατεσχημένοις ἀμνηστίαν χαρίσασθαι, τοῖς μὲν ἔτι ἐν κόσμῳ διὰ μετανοίας, τοῖς δὲ ἐν Ἁιδῃ δι᾿ ἐλέους καὶ σωτηρίας.
5. Διὸ καὶ θαυμάσαι ἔστι τὸν εἰδότα, ὡς καὶ ἐν βίβλοις ηὑρήκαμεν, μεν, τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν χριστὸν ἐν τῷ Γολγοθᾷ ἐσταυρῶσθαι.
οὐκ ἄλλῃ που ἀλλ᾿ ἢ ἔνθα ἔκειτο τὸ τοῦ Ἀδὰμ σῶμα. ἐξελθὼν γὰρ ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ κατῳκηκὼς κατέναντι αὐτοῦ πολλῷ τῷ χρόνῳ καὶ διὰ πολλῶν τῶν ἡμερῶν διελθὼν ὕστερον ἦλθε καὶ ἐν τῷ τόπῳ [*](3 Matth. 15,24 — 5 vgl. Luk. 10,30ff — 16ff zur Legende von Adams Grab auf Golgatha vgl. Origenes comment. ser. in Matth. c. 126; V 43 Lommatzsch renit ad me traditio quaedam talis, quod corpus Adami primi hominis ibi sepultum est, ubi crucifixus est Christus Ps. Athanasius de pass. et cruce dom. c. 12; Migne 28, 208A Ps. Basilius in Jes. c. 141; Migne 30, 348C Chrysostomus hom. 85 in Joh.; Migne 59, 459 Nonnus in Joh. 19; Migne 43, 901B Ps. Tertullian carm. adv. Marc. II 160 qua die quore loco cecidit clarissimus Adam (sc. ist Christus gestorben) storben) 196ff Golgatha locus est, capitis calvaria quondam . . . hic medium terrae est . . . os magnum hic veteres nostri docuere repertum, hic hominen primum sesceprimus esse sepultum Hieronymus Onomasticon S. 7, 14 Klostermann licet eum (Adam) quidam conditum in loco Calvariae suspicentur in Matth. 27, 35; Migne 26, 209B in Ephes. 5, 14; Migne 26,526A ep. 46, 3, 2; S. 332, 1ff Hilberg in et locus in quo crucifixus est dominus noster Calvaria appellatur, scilicet quod ibidem sit antiqui hominis calvaria condita Ambrosisu in Lucam X 114; S. 498, 11f Schenkl; weiteres bei J. Gretser de cruce Christi I 52ff) [*](V M) [*](5 ὃν auf Rasur V corr 6 τὸ πρόβατον + <τὸ πεπλανημένον>?* 10 <ἡμῶν>* | δι᾿ ὃν U] δι᾿ ὧν V M 13 ἀμνησίαν V M 15 εὑρήκαμεν M)
ὅθεν εἰκότως τὸ ἐπώνυμον ὁ τόπος ἔσχε, Κρανίου ἑρμηνευόμενος τόπος, ἧς ὀνομασίας τὸ σχῆμα τοῦ τόπου ἐμφέρειάν τινα οὐχ ὑποδείκνυσιν.
οὔτε γὰρ ἐν ἄκρᾳ τινὶν κεῖται, ἵνα κρανίον τοῦτο ἑρμηνεύηται, ὡς <ὁ> ἐπὶ σώματος κεφαλῆς τόπος λέγεται, οὔτε <ἐπὶ> σκοπιᾶς.
καὶ γὰρ οὔτε ἐν ὕψει κεῖται παρὰ τοὺς ἄλλους τόπους· ἄντικρυς γὰρ ἐστι τὸ τοῦ Ἐλαιῶνος ὄρος ὕψηλότερον καὶ ἀπὸ σημείων ὀκτὼ ἡ Γαβαὼν ὑψηλοτάτη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄκρα ἡ ποτὲ ὑπάρχουσα ἐν Σιών, νῦν δὲ τμηθεῖσα, καὶ αὐτὴ ὑψηλοτέρα ὑπῆρχεν τοῦ τόπου.
πόθεν οὖν ἡ ἐπωνυμία τοῦ Κρανίου, ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου ἐκεῖ τὸ κρανίον ηὕρηται καὶ ἐκεῖ τὸ λείψανον ἐναπέκειτο, τούτου ἕνεκα Κρανίου τόπος ἐπεκέκλητο·