Panarion (Adversus Haereses)
Epiphanius
Epiphanius. Epiphanius, Volume 1-3. Holl, Karl, editor. Leipzig: Hinrichs, 1915-1933.
ἀπὸ Ῥώμης γὰρ μετὰ τὴν τοῦ ἁγίσε διατρίβων, κακῇ διανοίᾳ περιπεσὼν αἰῶνάς μέρη καὶ ἐκεῖσε διατρίβων, κακῇ διανοίᾳ περιπεσὼν αἰῶνάς τινας κατὰ τοὺς μύθους Οὐαλεντίνου καὶ ἀρχάς τινας καὶ προβολὰς καὶ αὐτὸς εἰσηγήσατο.
τὸ δὲ πλεῖστον τοῦ αὐτοῦ κηρύγματος ἀπὸ Ἀντιοχείας τῆς πρὸς Δάφνην καὶ ἐπὶ τὰ τῶν Κιλίκων μέρη, ἐπὶ πλεῖον δὲ ἐν τῇ Πισιδίᾳ ἐκράτυνεν· ἀπὸ τούτου γὰρ κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἐγκρατῖται λεγόμενοι τοῦ ἰοῦ μετεσχηκότες ὑπάρχουσι.
λέγεται δὲ τὸ διὰ [*](4 Σύρος (oben S. 4,9 hieβ es ἀπὸ Μεσοποταμίας), ebenso Clemens Al. strom. III 81, 1; II 232, 22 Stählin Theodoret haer. fab. I 20, dazu Zahn, Forsch. II294; Tatian selbst nennt sich or. 42 γεννηθεὶς . . . ἐν τῇ τῶν Ἀσσυρίων γῇ — 5 zu διδασκαλεῖον vgl. Irenaeus adv. haer. I 28, 1; I 220 Harvey οἰήματι διδασκάλου ἐπαρθεὶς . . . ἴδιον χαρακτῆρα διδασκαλείου συνεστήσατο; Zahns Auffassung von διδασκαλεῖον (Forsch. I 284 A. 2) = Lehre ist schon sprachlich unmöglich — 5—6 ἐν τῇ Μέσῃ τῶν ποταμῶν nur durch Epiph. überliefert — 6 περὶ τὸ δωδέκατον ἔτος Ἀντωνίνου τοῦ εὐσεβοῦς Καίσαρος ἐπικληθέντος von Zahn (Forsch. I 282) mit der angabe des Eusebius zun 12. Jahr des Mark Aurel (Chronik S. 206, 13 Helm Tatianus haereticus ajnoscitur) zusammengestellt und dadurch Antoninus Pius als Irrtum statt Mark Aurel erwiesen — 9ff vgl. Irenaeus adv. haer. I 28, 1; I 220 Harvey αἰῶνάς τινας ἀοράτους ὁμοίως τοῖς ἀπὸ Οὐαλετίνου μυθολογήσας, wörtlich ebenso Hippolyt refut. VIII 16; S. 236, 8f Wendland Ps. Tertullian adv. omn. haer. 7 totus enim secundum Valentinum sapit; vgl. Clemens Al. strom. III 92, 1; II 238, 22 von Tatian ὁ δ᾿ ἐκ τῆς Οὐαλεντίνου ἐξεφοίτησε σχολῆς— 11ff vgl. haer. 47, 1, 3; S. 215, 10, dazu Macarius Magnes III 43; S. 151 Blondel τοιαύτας αἱρέσεις ἡ τῶν Πισιδίων ἔχει καὶ τῶν Ἰσαύρων χώρα, Κιλικία τε καὶ Λυκαονία καὶ Γαλατία, ὦν καὶ τὰς τῶν Ἰσαύρων χώρα, Κιλικία τε καὶ Λυκαονία καὶ πᾶσα Γαλατία, ὧν καὶ τὰς ἐπωνυμίας ἐργῶδες ἀπαγγεῖλαι· Ἐγκρατηταὶ γὰρ καὶ Ἀποτακτῖται καὶ Ἐρημῖται καλοῦνται) [*](V M) [*](1 <ὃς> Öh. | καταλειφείη M 10 καὶ προβολὰς nachgetragen Vcorr)
Τὰ αὐτὰ δὲ ταῖς παλαιαῖς αἱρέσεσι καὶ οὗτος δογματίζει. καὶ πρῶτον μὲν φάσκει μὴ σῴζεσθαι τὸν Ἀδάμ. ἐγκράτειαν δὲ οὗτος κηρύττει, τὸν δὲ γάμον πορνείαν καὶ φθορὰν ἡγεῖται, φάσκων μηδὲν διαλλάττειν πορνείας τὸν γάμον, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ εἶναι.