De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
τὸ δὲ τρίτον καλεῖται μὲν ἑφθόν, σκευάζεται δὲ ἐν Σπανίᾳ. σκευὴν δὲ ἔχει τοιαύτην,. ἀχρούστατόν τε καὶ ἀσθενέστατον ὑπάρχον· ὕδατι διέντες αὐτὸ ἕψουσιν, εἰς τὰς δεξαμενάς τε κατεράσαντες ἐῶσι· [*](9 SIM. Pl. XXXIV 123 sq., inde Isid. XVI 2, 9 sq.) [*](9 EXC. Orib. XIII s. v. (χαλκανθὲς — δεικνύει); cf. Gal. XII 238, unde Aet. II 77.) [*](1 post ἀναφερομένη add. ἀπὸ λήμνου τῆς νήσου ἐχούσης ἑλώδη τόπον· κἀκεῖθεν ἐκλέγεται A Di, mg. H2 μίγνυται ADi post αἰγείῳ del. ἢ τραγίῳ E2 2 ἐκεῖσε pap. E ἀναπλασσόμενοι pap. σφραγίζοντες EDi 3 σφρακῖτα pap. καλοῦσιν αἰγός Di, αἰγός superscr. H2 4 ἀντιδότου QDi θανασίμων φαρμάκων EDi ἔξοχον Di 5 δὲ addidi ex E 6 τῶν ἰοβόλων καὶ θαλασσίων E 7 δήγματα E δὲ (pr.) om. E τινες αὐτῇ E 8 αὐτῆς P, in fine add. DiHA ἔστι δὲ καὶ δυσεντερίαις χρήσιμος) [*](9 num. cap. ψξβ´ O: ψξῆ Di: ρ𝔮 E tit. περὶ χαλκάνθου QDi τὸ δὲ χαλκανθὲς E χάλκανθες OE: χάλκανθον Orib.Di: χάλκανθος L Cels. Pl., cf. Gal. XII 721 ταὐτὸν Orib.Di 10 ὑγρὸν] ὕδωρ E 11 κατὰ bis habet P διηθούμενον ὑγρὸν Orib.E 12 σταλακτὸν E (ακτ del. E2): σταλακτὶς HDi: sacton Dl: σταλαγμίας Pl. l. s. 13 ἐργαζ. μέταλλα E post ἐργαζομένων add. Πετεήσιος (Πετάσιος coni. Salm. Pl. ex. 816) δὲ (οὗν H) αὐτὸ καλεῖ (κ. αὐτὸ H) πινάριον, οἱ δὲ σταλακτικόν, πηκτόν, ἑφθόν, ἀρακτόν, λογχωτόν DiH (in mg. cum σ in textu) ἀφθόνως] ἀφανῶς E: ἁπλῶς Di ὑετιζόμενον scripsi: ὑλιζόμενον O: γυμναζόμενον OribE: λιμναζόμενον E2: ἐργαζόμενον Di, cf. Pl. l. s. fit et in saxorum catinis pluvia aqua corrinato limo gelante 14 σπηλαίῳ O 15 καὶ om. Orib. ἰδίως om. Q 16 ἱσπανία Di 17 τοιάνδε Orib.E ἄχρηστον Q: εὔχρουν coni. Serap., at cf. Dl conficitur vero sic quae sine colore et sine virtute est, Pl. l. s. 125 ideo quidam duplici differentia fossile aut facticium appellant, hoc pallidius et quantum colore tantum bonitate deterius 18 εἶτα εἰς (om. τε) Orib.DiE (corr. E2) τὰς om. Orib. κατερράσαντες QDi)
ἄριστον δʼ 3 αὐτοῦ τὸ κυάνεον καὶ βαρύ, πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές, οἷόν ἐστι τὸ σταλακτόν, ὐπʼ ἄλλων δέ τινων λογχωτὸν καλούμενον· ἐχόμενον δὲ τὸ πηκτόν, τὸ δὲ ἑφθὸν πρὸς μὲν βαφὰς καὶ μελάσματα εὐδοκιμεῖ, πρὸς δὲ ἰατρικὴν χρῆσιν ἀσθενέστατον ἡ πεῖρα δεικνύει.
δύναται δὲ στύφειν, θερμαίνειν, ἐσχαροῦν, ἕλμεις πλατείας 4 ἀναιρεῖν δραχμῆς μιᾶς βάρος καταπινόμενον ἡ μετὰ μέλιτος ἐκλειχόμενον, ἐμέτους τε κινεῖ, καὶ μύκητας λαβοῦσι βοηθεῖ ποθὲν ἐν ὕδατι, κεφαλήν τε καθαίρει ἀνεθὲν ὕδατι καὶ διʼ ἐρίου ῥινεγχυτούμενον. καίεται δὲ ὡς ὑποδείξομεν αὐτίκα ἐπὶ τῆς χαλκίτεως.
99 χαλκῖτιν προκριτέον τὴν χαλκοειδῆ καὶ εὔθρυπτον, ἄλιθόν τε καὶ οὐ παλαιάν, ἔτι δὲ τὰς ἶνας ἐπιμήκεις τε καὶ ἀποστιλβούσας ἔχουσαν.
δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν, τῶν περὶ κανθοὺς καὶ ὄμματα ἀποκαθαρτικήν· ἐστι δὲ τῶν μετρίως στυφόντων.
ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα, ἕρπητας καὶ 2 [*](8 SIM. Pl. XXXIV 126 sq. D. eup. II 66 (282) — 10 Nic. Al. 529 Scrib. L. 198.) [*](14 SIM. Pl. XXXIV 117 sq. (e S. N.) — Zop. (Orib. II 587) — Zop. l s. Cels. V 9. 7 — Cels. V 1. Pl. l. s. 118 D. eup. I 210 (203) — Pl. 118 — eup I 46 (114) — eup. I 207 (201).) [*](14 EXC. Orib. XIII s. v. (χαλκῖτιν — ἔχουσαν, σκευάζεται — μεταβάλῃ); cf. Gal. XII 241, unde Aet. II 78. cf. Gal. XII 721.) [*](1 δὲ] δὴ Di 2 σήματα Di προσερχόμενα Q: προσκείμενα Orib.: συνεχόμενα Di 3 αὐτῶν E αὐτοῦ ἡγητέον Orib.Di καὶ καθαρὸν om. AHDi πυκνόν—καθαρὸν om. F 4 ἐστι καὶ E στακτόν Orib.E τινων om. POrib.EDi 6 εὐδοκιμεῖ Q: ἐδόκει PL: ἐπιτηδειότερον δοκεῖ τῶν ἄλλων εἶναι Orib.: ἐπιτηδειότερον τῶν ἄλλων δοκεῖ εἶναι EDi: coctus vero ad infectura aliquid utilis est Dl χρῆσιν addidi 7 ἀσθενέστερον Orib.EDi δεικνύει EPL: δείκνυσι reliqui 8 ἕλμινς Di 9 α΄ HDi 10 λαβοῦσι] φαγοῦσι Ε2 (in mg). 11 σὺν ὕδατι E καὶ κεφαλὴν (om. τε) E ἐνεθὲν QDi) [*](14 num. cap. ψξγ´ O: ψξθ Di: ρζ E tit. περὶ χαλκίτεως QDi χαλκῖτιν δὲ Orib.E 15 τε (pr.)] δὲ E τε (alt.) om. Orib.Di ἐπιμήκεις — ἀποστιλβούσας om. mg. add. E2 17 ῥυπτικήν τε καὶ θερμαντικὴν καὶ ἐσχαρωτικήν Di θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν om. E, at cf. Dl virtus est ei stiptica et termantica et scarotica ἐσχαρωτικήν om. mg. add. (cum ?? post στυπτικήν) P, om. L καὶ (om. Di) ἀποκαθαρτικὴν τῶν περὶ κ. EDi 18 καθαρτικήν P δὲ καὶ EDi 10 στυφόντων] σηπόντων Di: σηπόντων ἢ στυφόντων (σηπ. ἢ del. E2) E δὲ om. P καὶ (pr.) om. QE καὶ (alt.) om. QDi ad rem cf. Gal. XIII 857)
3 σκευάζεται δὲ ἐξ αὐτῆς τὸ καλούμενον ψωρικόν, διπλασίονος χαλκίτεως πρὸς ἀπλοῦν καδμείας μειγνυμένου καὶ σὺν ὄξει λεαινομένου· δεῖ δὲ ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύσσειν ἐν κοπρίᾳ ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν ἡμέρας τεσσαράκοντα. γίνεται δὲ δριμύτερον, δυνάμενον ὅσα καὶ ἡ χαλκῖτις. ἔνιοι δὲ ἴσα μείξαντες οἴνῳ λεαίνουσι καὶ τὰ αὐτὰ ποιοῦσι. καυστέον δὲ αὐτὴν ἐν ὀστράκῳ καινῷ ἐπιθέντας καὶ διαπύροις ἄνθραξιν ἀπερεισαμένους.