De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

7 ἱστοροῦσι δέ τινες καὶ ἑτέραν μώριον φυομένην ἐν παλισκίοις [*](4 SIM.: D. eup. I 116 (151) — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 121 eup. I 169 (181) — Pl. XXV 150 — Pl. XXVI 24. eup. I 154 (172) — Pl. XXVI 93 — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 104. 105. eup. I 235 (217) — Pl. XIV 111. eup. I 12 (99)— Pl. XXV 150. eup. I 11 (99)— Pl. XXVI 156 eup. II 77 (290)— Pl. XXVI 157 eup. II 83 (295).) [*](17 EXC.: Orib. XI s. v. (ὀπίζεται — αἱ ῥίζαι).) [*](17 SIM.: Pl. XXV 149 — 21 D. eup. I 11 (99).) [*](2 ἐκ R: ἐπὶ reliqui 3 καὶ (alt.) om. R καὶ χοράδας E 4 παρατρι- βομένη C: παρατρίμματά τε ἀπουλοῖ ἐφʼ ἡμέρας E: adfrictionibus itineris opi- tulatur Dl at cf. D. eup. I 116 (151) μανδραγόρας ἐπὶ ἡμέρας δ΄ (λ΄ ed.) παρα- τριβδμενος (sc. στίγματα αἴρει) τε om. R ἡσυχῆ om. NE ἐπὶ ἡμέρας δ΄ C: ἐπὶ ἡμέρας ἕξ N: ἐπὶ ἡμέρας δ΄ D. eup. l. s. 5 τοῦ ἕλκους E: τοῦ ἑλκοῦν RDiH2 καὶ om. RDi ταριχευθέντα Rdi 6 τὰς om. P: αὐτὰς τὰς χρείας V σὺν ὄξει λεία Di 7 ποιεῖ addidi 8 διαχεῖ καὶ διφορεῖ E 10 βάλλειν R 11 κυάθων δυοῖν (δύο N: γ E) πλῆθος RE 12 ἢ καίεσθαι om. RE: κλίεσθαι P: κυλίεσθαι V 14 μὴ ὀσφραινόμενα N post ὀσφραινόμενα add. καὶ ἐκθλιβό- μενα E καρωτικά ἐστι C 15 μήλων] φύλλων F 16 μετʼ ἀπύρου θείοῦ HDi 17 καὶ ὀπίζεται δὲ E περιχαραττομένης ROrib.EDi θολοειδῶς Orib.: θνλοει- δῶς C: θαλοιδῶς N: πολυειδῶς reliqui 19 δὲ post τόπῳ transpos. H 20 αἱ ῥίζαι ὀπὸν FH τοιοῦτο N 21 nov. cap. incip. DIDi (cum tit. περὶ μωρίου num. cap. omisso): cap. om. RVOrib.: marg. add. γ P (pr. m.) τινες om. FHADi ἑτέραν ταύτην μώριον ἢ καὶ μανδραγόραν· φυομένη μὲν E μώριον λεγομένην Di)

237
καὶ περὶ τὰ ἄντρα, φύλλα ἔχουσαν ὅμοια τῷ λευκῷ μανδραγόρᾳ. μικρότερα δὲ ὡς σπιθαμιαῖα, λευκά, κύκλῳ περὶ τὴν ῥίζαν, οὖσαν ἁπαλὴν καὶ λευκήν, μικρῷ μείζονα σπιθαμῆς, πάχος δακτύλου μεγάλου, ἥν φασι πινομένην ὅσον δραχμὴν μίαν ἢ μετʼ ἀλφίτου ἐσθιομένην ἐν μάζῃ ἢ ὄψῳ ἀπομωροῦν· καθεύδει γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἐν ᾧπερ ἂν φάγῃ σχήματι αἰσθανόμενος οὐδενὸς ἐπὶ ὥρας τρεῖς ἢ τέσσαρας, ἀφ᾿ οὗ ἂν προσενέγκηται. χρῶνται δὲ καὶ ταύτῃ οἱ ἰατροί, ὅταν τέμνειν ἢ καίειν μέλλωσι· φασὶ δὲ καὶ ἀντίδοτον εἶναι τὴν ῥίζαν πινομένην μετὰ στρύχνου τοῦ καλουμένου μανικοῦ.

76 ἀκόνιτον, οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κάμμαρον, οἱ δὲ θηλυφόνον, οἱ δὲ κυνοκτόνον, οἱ δὲ μυοκτόνον· φύλλα ἔχει τρία ἢ τέσσαρα, ὅμοια κυκλαμίνῳ σικύῳ, μικρότερα [*](76 RV : ἀκόνιτον· οἱ δὲ παρδαλιαγχές, οἱ δὲ κάμμαρον, οἱ δὲ θηλυφόνον, οἱ δὲ μυοκτόνον.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 18, 2 cf. IX 16, 4. 13, 6 (unde) Pl. XXV 122. Ael. n. a. IX 27 (e Sostrato) Nic. Alex. 12 sq. (ex. Apollod.) Pl. XXVII 6 sq. ex Apollod. — S. N.) cf. E. Rohde Rh. Mus. XXVII 283.) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκόνιτον — ἀλαβαστροειδῶς); Gal. XI 820 (= Orib. II 611 Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.); Ps. Orib. V 22 (e D. at) Isid. XVII 9, 26 (e Sol. 172, 14 sq.); Hes. s. v. ἀκοντικόν.) [*](11 TEST.: Erot. s. v. καμμάρῳ . . . Διοσκουρίδης δὲ ἐν τῷ δ (ε codd.) τῶν ὑλικῶν φησι τὸ ἀκόνιτον εἰρῆσθαι ὑπό τινων κάμμαρον ὡς θηλυφόνον (cf. Gal. XIX 107.) [*](1 περὶ ἀνύδροις E 3 καὶ μικωρῷ E 4 δραχμὴν μίαν F : δραχμὴ μία P: reliqui 5 ἀποκαροῦν coni. Marc.: amentes facere Dl 6 φθάσει σχήματι φαγεῖν E 7 οὐδενὸς] μηθὲν E ἢ δύσ F οὗπερ Di 8 τέμνειν τινὰ E 11 num. cap. φμη ODi: οε E tit. περὶ ἀκονίτου FHADi ἀκόνιτον ἢ περδαλιαγχὲς ἢ κυνοκτόνον Orib. παρδαλιαχές HADi κάμμορον OEDiDl Gal. XIX 107 cf. schol. Nic. Al. 41: κάμμαρον RNic. Al. 41 ex Apollod) Pl. XXVII 9 radicem modicam [sc. aconitum habet) cammaro similem marino, quare quidam cammaron appellavere cf. Erot. s. v. D III 73. IV 75 post κάμμαρον add. οἱ δὲ /// αλίμονον E (1 litt. eras. E2) 12 θηλυφόνον] θηρόφονον PVF : οἱ δὲ θηροφόνον in fine syn. add. Di: post μυοκτόνον A: superscr. H2 at cf. [Theophr.] l. s. Nic. Al. 41 Pl. XXVII 4. 9. Erot. s. v. οἱ δὲ κυνοκτόνον om. EDl: marg. add. E2: οἱ δὲ μυόκτονον ἢ κυνοκτόνον Di (ἢ κυν. om, M) μυοκτόνον E: μυοφόνον Theophr. h. pl. VI 2, 9 cf. Hes. s. v. μυοφόνον post syn. τούτων γένη ἐστὶν τρία inser. N 13 ἔχει om. R ad rem cf. [Theophr.] l. s. ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον κυκλαμίνῳ συκίῳ FHDi: σικυωνίῳ Orib.: folia habet cyclamini aut cucumeris Plin.) [*](14 C. fol. 66r: N 24)

238
δέ, ὑποτραχέα· καυλὸς δὲ σπιθαμῆς, ῥίζα ὁμοία σκορπίου οὐρᾷ, στίλβουσα ἀλαβαστροειδῶς.

τούτου τὴν ῥίζαν φασὶ προσαχθεῖσαν σκορπίῳ παραλύειν αὐτόν, διεγείρεσθαι δὲ πάλιν ἐλλεβόρου λευκοῦ προστεθέντος· μείγνυται δὲ καὶ ὀφθαλμικαῖς ἀνωδύνοις δυνάμεσι, κτείνει δὲ καὶ παρδάλεις καὶ σῦς καὶ λύκους καὶ πᾶν θηρίον κρεαδίοις ἐντιθέμενον καὶ παραβαλλόμενον.

77 ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι· γεννᾶται μὲν πλεῖστον ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τοῖς καλουμένοις Οὐηστίνοις ὄρεσι διαφέρον τοῦ πρὸ αὐτοῦ. φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια πλατάνῳ, [*](77 RV : ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι ἀκονίτουμ νόστρουμ. τούτων γένη ἐστὶν τρία· τὸ ἕν, ᾧ οἱ κυνόθηρες χρῶνται, τὰ δὲ δύο οἱ ἰατροί, τὸ τρίτον λεγόμενον Ποντικόν. γεννᾶται μὲν πλεῖστον κτλ.) [*](3 SIM.: [Theophr.] h. pl. l. s. Sostrat. (Ael. n. a. IX 27) Pl. XXVII 6 D. eup. Il 32 (324) — Pl. l. s. 9 — [Theophr.] 1 s. Apollod. Nic. Al. 36 sq.) Pl. l. s. 7.) [*](8 SIM.: Ael. n. a. IX 18 (ex Apione.) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκόνι ιτον — μελανας); Gal. XI 820 s. v. ἀκόνιτον ἢ λυκοκτόνον (= Orib. II 611 Paul Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 δέ (pr.) om. R καὶ ὑποτραχέα REDi: καὶ τραχέα Orib. post ὑποτραχέα add. φέρει R καυλοὺς R: καυλὸν E δὲ (alt.) om. PVROrib.E σπιθαμι- θαμῆς P: σπιθαμιαῖος V 3 προσαφθῖσαν R 4 λευκοῦ addidi e [Theophr.] l. s. Pl. XXVII 6 D. eup. II 132 (324) προσαχθέντος E 5 καὶ κτείνει E δὲ καὶ om. REDi 6 ὗς R 7 παρακαλούμενον R) [*](8 num. cap. φμθ ODi: ος E tit. περὶ ἑτέρον ἀκονίτου Di: om. FHA initio haec e R interpol. Di ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι κυνοκτόνον καλοῦσι, Ῥωμαῖοι κολομεστρούμ ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσιν, οἱ δὲ κύαμον λευκόν (unde?)· τούτου γένη εἰσὶ τρία, ἐν μέν, ᾧ οἱ κυνόθηρες χρῶνται· τὰ δὲ δύο οἱ ἰατροί· ὧν τὸ τρίτον λεγόμενον ποντικόν: init. sic habent AH2 (in mg.) ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι, ῥωμαῖοι κολομεστρούμ, οἱ δὲ κύαμον λευκόν· τούτου γένη εἰσὶ τρία κτλ. λυκοκτόνον E. 9 μὲν] δὲ Orib. οὐεστίνοις REOrib. (ἰουστίνοις superscr. pr. man., marg. add. ἰστίνοις O2): οὐηστίνοις P: οὐιστίνοις V: ἰουστίνοις FDiA (οὐεστίνοις superescr. A2): οὐαστί- νοις H (ἰιστίνοις corr. H2) 10 διαφέρει F: διαφέρει δὲ HA τοῦ πρώτου E δὲ om. N ἔχει om. ODi: post ὅμοια transpos. Orib. τοῦ πλατάνον HADi (τοῖς τοῦ πλ. M)) [*](11 C 67r: N 25 ἀκόνιτον ἕτερον, ὃ ἔνιοι λυκοκτονον καλοῦσιν, γεννᾶται μὲν N (verbis Ῥωμαῖοι — ποντικόν omissis) Ῥωμαῖοι κολεμεστρουμ C: κολο- μεστροόμ HADi: correxi 12 τὸ ἓν ὡκυνθηρες C: ἐν μὲν ᾧ οἷ κυνόθηρες DiH2A (ἐνθήρες superscr. A2): fort. τὸ πρῶτον, ᾧ ἐν θήραις χρῶθνται 13 τὰ δὲ δύο libri: fort. τῷ δὲ δευτέρῷ οἱ add. e DiAH2)

239
μᾶλλον δὲ ἐπεσχισμένα καὶ μικρότερα πολλῷ καὶ μελάντερα, καυλὸν δὲ καθάπερ πτέριδος μόσχον, ψιλόν, ὕψος πήχεως ἢ καὶ μείζω· καρπὸν δὲ ἐν λοβοῖς ἐπιμήκεσι ποσῶς, ῥίζας ὥσπερ πλεκτάνας καρίδων μελαίνας, αἷς χρῶνται πρὸς τὰς τῶν λύκων θήρας ἐντιθέντες κρέασιν ὠμοῖς· βρωθεῖσαι γάρ ὑπὸ τῶν λύκων ἀναιροῦσιν αὐτούς.

78 κώνειον· καυλὸν ἀνίησι γονατώδη ὡς μάραθον, μέγαν, φύλλα δὲ νάρθηκι ἐμφερῆ, στενότερα δὲ καὶ βαρύοσμα· [*](78 RV: κώνειον· οἱ δὲ αἴγινος, οἱ δὲ αἴθουσα, οἱ δὲ ἀπολύουσα, οἱ δὲ δολία, οἱ δὲ ἀμαύρωσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ ἄφρων, οἱ δὲ κρηίδιον, οἱ δὲ κονήν, οἱ δὲ κατεχομένιον, οἱ δὲ ἀβίωτον, οἱ δὲ ἀψευδής, οἱ δὲ αἰγόμορον, οἱ δὲ ἀμερσίνοον, οἱ δὲ ἐνζύμιον, οἱ δὲ τιμωρόν, οἱ δὲ οὐκανθές, οἱ δὲ οὐλόμενον, οἱ δὲ δηϊοῦσα, οἱ δὲ πολυανώδυνος, οἱ δὲ Δαρδανίς, οἱ δὲ κατάψυξις, Ὀσθάνης βαβαθύ, Αἰγύπτιοι ἀπνμφύ, Ῥωμαῖοι κικοῦταμ, οἱ δὲ ἀλτερνάλις, οἱ δὲ ἰνφέρνα, οἱ δὲ Δάκοι ζῆνα.) [*](6 SIM.: Pl. XXV 151 sq. (e S. N.).) [*](1 καὶ (pr.) om. E μακρότερα EFHADi (μικρότερα superscr. A2): minora Dl 2 ἄκαυλον E post πτέριδος dist. ADi at cf. Dl hasta habet terridimosa (i. e. πτέριδος μόσχον) simile, lene μόσχον om. R: μίσχον E ad μόσχον schol. Paris. Orib. (II 743 D) 3 μείζει P: μείζω V: μεῖζον RFE: μείζονα Orib. HADi 4 αἷς] ταύταις R: ταύτην δὲ E 5 θήρας] ξηρὰς R φαγόν- τες γὰρ πάντως ἀποθνήσκουσιν οἱ λύκοι R) [*](7 num. cap. φν ODi: ρζ E tit. περὶ κωνείου FHADi κώνιον ROrib.E post κώνειον eyn. e R add. A : om. HDi καυλὸν δὲ R caulis . . . genicula- tus ut calami Pl. μέγα EA ad rem cf. Pl. folia coriandri teneriora 8 βαρυοσμότερα R) [*](9 C fol. 188v: N 85 effigiei herb. (fol. 187v) adscripsit C ( rec. man.) κοινῶς ἀγριομάγγουνον (alt. γ superscr. κ) cf. Anecd. ed. Boiss. II 399 κώνιον· τὸ σπέρμα τῆς μαγγούνας Fraas Synops. 141 ΛΙΓΥΝΟϹ C: αἴγυνος N: αἴγαυος A (om. DiH): correxi cf. Lex. gr. suppl. ed. Herwerden s. v. ΗΘΟΥϹΑ RA: correxi ἢ ἀπολύγουσα A 11 ἄφροον C ΚΡΗΙΔΙΟΝ R: κροίδιον A (κρηδιον superscr. A2): corruptum ΚΟΙΤΗΝ RA (post κ spat. reliqu. C): correxi cf. Hes. s. v. κοναί· φόνοι (ab effectu nominatum) κατεχομένιον libri: corruptum 12 ἀγεόμορον RA. correxi cf. D. IV 80 ΑΜΕΩΝΟΝ R: om. A: correxi 13 ἐνζύμιον libri: suspectum τημορον R: τιμωρόν Ald. οὐλόμενον scripsi: οἰομένιον libri 14 ΔΗΙΦΟΥϹΑ R: om. A: correxi (Φ dittogr.) 16 κικουρ- ταμ C ἀτερναλις R: correxi ΗΝΤΙΝΑ R: correxi οἱ δὲ δοκοιζηνα (sic) R: correxi cf. Tomaschek l. s. 31)

240
ἐπʼ ἄκρῳ δὲ ἀποφύσεις καὶ σκιάδια ἀνθῶν ὑπολεύκων, σπέρμα ἐμφερὲς ἀνήσσῳ, λευκότερον δέ, ῥίζα κοίλη καὶ οὐ βαθεῖα.

ἔστι δὲ καὶ αὐτὸ τῶν φθαρτικῶν κατὰ ψύξιν ἀναιροῦν· βοηθεῖται δὲ ἀκράτῳ. χυλίζεται δὲ ἄκρα ἡ κόμη πρὸ τοῦ ξηρανθῆναι τὸ σπέρμα καὶ ἐκθλίβεται κοπτομένη συστρέφεταί τε ἐν ἡλίῳ.