De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
ταύτης ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης ἐν οἴνῳ ποθεὶς δραχμῆς μιᾶς 2 ὁλκὴ ὑπνωτικὴν ἔχει δύναμιν τοῦ ὀποῦ τῆς μήκωνος ἐπιεικεστέραν, ὁ δὲ καρπὸς οὐρητικός ἐστιν ἄγαν· δίδονται δὲ ὑδρωπικοῖς κόρυμβοι ὡς δώδεκα, πλείονες δὲ ποθέντες ἔκστασιν ἐργάζονται· βοηθοῦνται δὲ μελικράτῳ πολλῷ πινομένῳ. μείγνυται καὶ ἀνωδύνοις ὁ φλοιὸς αὐτῆς καὶ τροχίσκοις, ἐναφεψηθεὶς δὲ οἴνῳ καὶ διακρατούμενος ὀδονταλγίαις ἀρήγει. ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης ἀμβλυωπίας μετὰ μέλιτος ἐγχρισθεὶς παραιτεῖται.
73 στρύχνον μανικόν, ὃ ἔνιοι πέρσειον, οἱ δὲ [*](72 R V : ἁλικάκκαβος· οἱ δὲ Διρκαῖον, οἱ δὲ στρύχνον μανικόν, οἱ δὲ δορύκνιον, οἱ δὲ κακκαλίαν, Ῥωμαῖοι Ἀπολλινάρις μίνορ, οἱ δὲ ἕρβα οὐατίκινα, οἱ δὲ οὐάτεμ, Δάκοι κοικολίδα, Ἄφροι κακκαβούμ.) [*](3 SIM: [Theophr.] IX 11, 5 Pl. XXI 180 D. eup. I 11 (99) — Pl. c. — Pl. XXI 182 eup. II 150 (331) — Pl. XXI 180 eup. I 69 (128) Archig. (Gal. XII 855) — eup. I 41 (112).) [*](11 SIM: [Theophr.] h. pl. IX 11, 6 cf. VII 15, 4; Pl. XXI 178 (ex I. B.).) [*](11 EXC: Orib. XII s. v. (στρόχνον — πλατανῶσι); med. Gal. XII 146 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII c. 3 s. v) Ps. Ap. 74.) [*](12 SIM: Ps. Ap. 23. 74.) [*](1 ad rem cf. Theophr. l. s. ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἶμα ξηραινο- κένην, ὀρυττομένην δὲ λευκὴν φύεται δὲ E 2 ἐν πέτραις οὐ πόρρω θαλάσσης RDi (e cap. 74) τόποις om. Orib. E (add. E2): φύεται δὲ ἐν χαρά- δραις καὶ τοῖς μνήμασιν [Theophr.] 1. s. 3 ποθεὶς ἐν οἴνῳ E α ὁλκή AHDi: καρπὸς — ἄγαν om. marg. add. PV δίδοται libri: correxi 6 ιβ΄ FHADi: δέκα δύο R 7 βοηθοῦται P 8 ἀνωδύνοις ὀφθαλμῶν R οἱ τροχίσκοι E ἀφεψηθεῖσα R 9 ἐν ρἴνῳ RE ὀδονταλγίας παύει R) [*](11 num. cap. φμε ODi: οβ E tit. περὶ στρύχνου μανικοῦ Di: περὶ μανικοῦ στρύχνου HA: om. F μανικὸν καὶ μαλακὸν E πέρσειον, οἱ δὲ om, Orib. EDI πέρσιον libri: correxi post πέρσειον haec habet Di οἱ δὲ θρύον ἐκάλεσαν, οἱ δὲ ἄνυδρον κτλ.) [*](12 C fol. 36r: N fol. 2 (charta laesa) effigiei herb. pict. (fol. 35v) add. C (man. rec.) ἰδιῶται σιδερίτης δίρκεον Di: dicea Ps. Ap. (L1 V) 13 δωρύκνιον R: dorignion Ps. Ap. cf. Pl. XXI 179 οἱ δὲ κακκαλίαν om. R: καλλαίδα Di: cecalion Ps. Ap. ἀπολιναρις HDi cf. Ps. Ap. 23 Apollo hanc herbam fertur in- venisse et Asclepio dedisse et Apollinaris nomen imposuisse 14 ΟΥΑΤΙΚΑΝΑ R: οὐλτκανά Di: correxi coll. Pl. XXI 182 halicacabi radicem bibunt qui vaticinari gallantesque vere ad confirmandas superstitiones aspici se volunt ὀψαγέμ NDi: ὀψαγεν C: correxi coll. Ps. Ap. 74, ubi μάντις vocatur κοικολιδα N: κοικοδίλα C: κυκωλίδα Di: Daci cycolida Ps. Ap. (Ack) cf. Tomaschek l. s."31 15 κακκαβούμ libri cf. Löw l. s. 407.)
2 μείζω δὲ καὶ πλατυτέραν, ἄνθος δὲ μέλαν· μετὰ δὲ τοῦτο καρπὸν ἴσχει βοτρυοειδῆ, στρογγύλον, μέλανα, — ῥᾶγας δὲ δέκα ἢ δώδεκα ὁμοίας κισσοῦ κορύμβοις — μαλακὸν ὡσπερεὶ σταφυλήν· ῥίζα δʼ ὕπεστι λευκή, παχεῖα, κοίλη, ὡς πήχεως φύεται ἐν ὀρεινοῖς χωρίοις καὶ προσηνέμοις καὶ πλατανῶσι.
δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα πινομένη μετʼ οἴνου δραχμῆς μιᾶς πλῆθος φαντασίας ἀποτελεῖν οὐκ ἀηδεῖς, δύο δὲ δραχμαὶ ποθεῖσαι ἐξιστάνουσιν ἄχρι τριῶν ἡμερῶν, τέσσαρες δὲ ποθεῖσαι καὶ ἀναιροῦσιν ἀντιφάρμακον δʼ ἐστὶν αὐτοῦ μελίκρατον πολὺ πινόμενον καὶ ἐξεμούμενον.
[*](12 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. — D. eup. II 150 (331) [Diosc.] de venenis 6 (21 Spr. unde Paul. Aeg. V 50).)[*](1 περίσκον Orib.: περισσόν P: περίσσκον FADi: περίσσον H. perisson Pl. Dl Ps. Ap.: περιττόν [Theophr.]: περιττόν, οἱ δὲ νεώτεροι δρυὸν ἐκάλεσαν (iuvenis vero drion dixerunt Dl), οἱ δὲ θρύον, οἱ δὲ νόρυ E οἱ δὲ ἄνυδρον om. Orib. πεντόδρυον POrib.: πεντάδρυον FHADi οἱ δὲ ἔνορυ — ἀρθόγυιον om. Orib.. marg. add. P (pr. man.) ἔνορυ P: νόρν E: ἔνορον reliqui: suspectum θρύον libri: θρύορον [Theophr.] cf. Orph. Arg. 916 Hes. s. v. θρύον . . . καὶ εἶδος βο- τάνης (θρόνον coni. Bod. a Stapel coll. schol. Theocr. II 59) 2 ὀρθόγυον P παραπλήσιόν ἐστιν εὐζὼωμῳ FHADi ad rem cf. [Theophr.] l. s. ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον εὐζώμῳ. πλὴν μεῖζον 3 τὸ] τὰ ODi μᾶλλον om. FHADi 4 μὐτῆς addidi 5 ὔφος — δώδεκα om. FH (marg. add. H2): ὕφος post ἔχον- τας colloc. AH2Di ὀργίας E cf. [Theophr.] τὸν δὲ καυλὸν ὤσπερ ὀργυίας τὴν κεφαλὴν ADi ὐπερκειμένης Orib. 6 ὥσπερ (alt.)] ὡς Orib. EHADi σφαιρία Orib. 7 μείξω PE: μείζονα reliqui post μείζω c. 13 litt. eras. E2 παχύ- τερα (sic) Orib.: maiora et latiora Dl: sed maiore ac latiore Ps. Ap.: κεφαλήν δὲ ὥσπερ γηθύου, μείζω δὲ καὶ δασυτέραν· ἔοικε δὲ καὶ πλατάνου καρπῷ [Theophr]. l. s. ἄνθος—σταφυλήν non recte del. E. Meyer botan. Erläut. zu Strab. Geogr. 17 sq. δὲ (alt.) om, Orib.FHADi μετὰ τοῦτο δὲ E 8 ἔχει Orib. E καὶ ῥᾶγας E: ῥαγάδας Di δὲ addidi 9 κισσῶ ὁμοίοις κορύμβοις Orib. ὁμοίους HA post κισσοῦ dist. E (corr. E2) κορυμβος P: κορύμβους E (corr. E2) μαλακοὺς EHA : μαλακὸς P : μαλακὰς Di ὥσπερ Orib.Di σταφυλλήν P: στα- φνλῆς E: σταφνλή reliqui 10 ὡς] ὥσπερ E πηχυαία Di cf. [Theophr.] l. s. λευκὴν ἔχει τὴν ῥίζαν καὶ μακρὰν ὡς πήχεως καὶ κοίλην 11 προσηνέμοις E2 (οσηνε in marg.) πλατανῶσι P: πλαταμῶσι Di: πλατανώδεσι Orib.FHAE (corr. E2): ubi platani abundant Dl τόποις post πλατ. del. E2 14 ἐξι- στάνουσιν (ἐξι in ras.) E2 15 αὐτοῦ ἐστιν E)74 δορύκνιον, ὃ Κρατεύας ἁλικάκκαβον ἢ καλλέαν καλεῖ. θάμνος ὅμοιος ἐλαίᾳ ἀρτιφυεῖ, κλῶνας ἔχων ἐλάσσονας πήχεως, φύλλα δὲ τῷ χρώματι ἐλαίᾳ παραπλήσια, μικρότερα δὲ καὶ στενότερα καὶ τραχέα ἰσχυρῶς, ἄνθος λευκόν· ἐπʼ ἄκρου δὲ ἔχει πυκνὰ θυλάκια ὥσπερ ἐρεβίνθου, ἐν οἷς σπερμάτια στρογγύλα, πέντε ἢ ἕξ, ὅσον ὄροβοι μικροί, λεῖα, ἰσχυρὰ καὶ ποικίλα, ῥίζαν πάχος δακτύλου, μῆκος δὲ πήχεως φύεται ἐν πέτραις οὐ πόρρω θαλάσσης.
δοκεῖ δὲ καὶ τοῦτο ὑπνωτικὸν εἶναι, πλεονασθὲν δὲ ἀναιρεῖν. φασὶ δέ τινες καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς φίλτρα λαμβάνεσθαι.
75 μανδραγόρας· οἱ δὲ ἀντίμιμον, οἱ δὲ βομβόχυλον, οἱ δὲ Κιρκαίαν , οἱ δὲ Διρκαίαν καλοῦσιν, ἐπειδὴ δοκεῖ ἡ ῥίζα φίλτρων εἶναι ποιητική. ἐστι δʼ αὐτοῦ ὁ μέν τις θῆλυς, | ὁ μέλας, θριδακίας καλούμενος, φύλλα ἔχων στενότερα καὶ μικρότερα θρίδακος, βρωμώδη καὶ βαρέα κατὰ τὴν ὀσμήν, κεχυμένα δὲ ἐπὶ γῆς, καὶ παῤ αὐτὰ μῆλα οὔοις ἐμφερῆ, ὠχρά, εὐώδη, [*](1 SIM.: Nic. Al. 276 sq. Pl. XXI 179 cf. schol, Nic. Al. 376.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (δορύκνιον — πήχεως); cf. Gal. XI 864 I Aet. I s. v. Paul Aeg. VII 3 s. v): Hes. s. v. δορύκνιον; Anecd. ed. Boiss. II 396.) [*](11 SIM.: Theophr. h. pl. VI 2, 9; de caus. VI 4, 5; [Theophr.] h. pl. IX 9, 1. P. XXV 147 sq.) [*](11 EXC : Orib. XI s. v. (μανδραγόρας — ποιῆσαι): Ps. Ap. 129, Ps. D. de h. f. 15 ~ Ps. Orib I 116. A. Mai 1. s. VII 456. Isid. XVII 9, 30 (e D lat.): cf. Gal. XII 67 (= Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Hes. s. v. μανδραγόρας. μώριον.) [*](1 num. cap. φμϚ PFHDi: om. A. ογ E tit. περὶ δορυκνίου FHADi ὃ] καὶ F: om. Orib. EHADi κρατεύας δὲ E ἀλικάκααβον P: ἁλικάκαβον ADi κιλλέαν P: καλέαν Orib.FHADi (καλίαν M): καλλαΐδα E: calida Dl 2 post ἐλαίᾳ c. 8 litt. eras. E2 ἐλάττονας E post πήχεως verba φύτεται — θαλάσσης tanspos. Orib.HADi 3 ἐλαίῳ P: ἐλαίας E μακρότερα EDl δὲ (alt.) om. E 4 στενώτερα Di: στερώτερα H: firmioribus Orib. lat. ἄνθη λευκὰ E 5 θυ- λάκια πυκνά E λευκὰ καὶ πυκνά Ald. ἐρεβίνθους E: ἐβηνθους (sic) P 6 ὀρόβους μικρούε E (corr. E2) μικρά F 7 ῥίζα AE 8 θαλάττης E 9 post πλεονασθὲν 2 litt. eras. E2 ἀναιρεῖ E (corr. E2)) [*](11 num. cap. φμζ ODi: οδ E μανδραχόραε P: μανδρεγόρα NV μανθρα- γόρας· ὁ μέν τίς ἐστι θῆλυ(ς) μέλας κτλ. Orib. post μανδραγόρας syn. e R add. Di (mg. H2), dein ita perg. μανδραγόρας οἱ δὲ κιρκαίαν καλοῦσιν, ἐπειδὴ δοκεῖ κτλ. ἀντίμηλον FH: anteminion Dl 12 κιρκαίαν superscr. P (pr. m.): κιρκαίαν, οἱ δε δρκαίαν VFH: οἱ δὲ διρκαίαν om. EDlDiPl.: seclusi (dittogr) 13 τις om. E ὁ (alt.) om. Orib.EV 14 ἢ θρδακίας N φύλλα δὲ E στενό- τερα /////// (c. 10 litt. eras. E2) θρίδακος E (καὶ μικρότερα mg. add. E2) 16 δὲ om. R κατὰ γῆς E παῤ αὐτοῖς Orib. οὔοις] om. spatio 5 litt. relicto) 7: λεκίθοις (λεκύθοις Di) ὠῶν RDi ὠχρά] ἢ ἀχράσιν Orib.: ὠχροειδῆ C: ὠχραιώδη N)
2 τοῦ δὲ ἄρρενος καὶ λευκοῦ, ὃν ἔνίοι μώριον ἐκάλεσαν, φύλλα ἐστὶ λευκά, μεγάλα, πλατέα, λεῖα, καθάπερ τεύτλου· τὰ δὲ μῆλα διπλάσια, κροκίζοντα τὴν χρόαν, εὐώδη μετὰ βάρους τινός, ἃ καὶ ἐσθίουσιν οἱ ποιμένες, ποσῶς δὲ ὑποκαροῦνται· ῥίζα δὲ ὁμοία τῇ πρὸ αὐτῆς, μείζων δὲ καὶ λευκοτέρα· ἄκαυλος δὲ καὶ οὗτος.
[*](75 RV: μανδραγόρα ἄρρεν· οἱ δὲ Κιρκαῖον, οἱ δὲ ξηρὰ ἄνθη, οἱ δὲ ἀντιμήνιον, οἱ δὲ ἀντίμιμον, οἱ δὲ βομβόχυλον, οἱ δὲ μώριον, Αἰγύπτιοι ἀπεριούμ, Πυθαγόρας ἀνθρωπόμορφον, οἱ δὲ ἀλοῖτιν, οἱ δὲ θριδακίαν, οἱ δὲ κάμμαρον, οἱ δὲ ἀγχόνη, οἱ δὲ ῥιγαλέος, Ζωροάστρης διάμορφον ἢ ἀρχήνη, προφῆται ἡμιονάς, οἱ δὲ γόνος Τυφῶνος, Ῥωμαῖοι μάλα κανίνα, οἱ δὲ μάλα τερρέστρια.)[*](μανδραγόρα θῆλυ· οἱ δὲ Κιρκαῖον, οἱ δὲ ἀντίμιμον Ῥωμαῖοι μάλα σιλβέστρια, οἱ δὲ μάλα τερρέστρια, ἐπεὶ ἡ ῥίζα τούτου δοκεῖ φίλτρου εἶναι ποιητική.)[*](1 καὶ καρπός (dittogr ) NDi ὡς Orib. ῥίζα εὐμεγέθης PV : ῥίξας ἔχουσα εὐμεγέθεις C 2 ἀντιπεπλεγμένας C: ἀντεπλεκόμεναι Orib.: ἀντιπλεγ- μέναι E (εμπε superscr. E2) μέλαιναι καθάπερ ἔφην κατὰ C 3 δὲ (pr.) om. Orib.VFHDi καὶ om. NOrib.F παχύηλοιοι] φλοιώδεις R οὐκ ἔχει Orib. nov. cap. a τοῦ δὲ ἄρρενος incip. V: mg. add. P (pr. m.) ὁ δὲ ἄρρην φύλλα ἔχει λευκά Orib. 4 μώριον PE: μόριον VFH: νώριον Di: τόριον R: marion Dl καλοῦσιν E φύλλα φέρει R 5 λευκὰ καὶ μεγάλα ὡσπερεὶ σεύτλου C: μεγάλα λευκά NFNDi: λευκά, πλατέα, μεγάλα ἄναν Orib. (om. λεῖα) καθάπερ τεύτλου om. NDi 6 διπλασίονα Orib. τὴν χροιάν C: τῇ χροιᾷ NDi ἅπερ (om. καὶ) C 7 ἐσθίοντες CDi ποιμαίνοντες ROrib. δὲ (pr.) om. CDi ἐπι- καροῦνται C 8 λεπτοτέρα καὶ λευκοτέρα E δὲ (alt.) om. NO 9 αὐτή NDi)[*](10 N fol. 90: om. C (rec. man. s. XII text. cap. fol. 287—289 inser.) μαν- δραγόρας (ἀρρεν om.) HDi κιρκεον N: Circaeon Pl. l. s. ξηράνθη Di: ξηρα- άνθην H 11 οἱ δὲ ἀντίμνιον HDi: seclusi 12 μοῖνον libri: correxi coll. Pl. XXV 148 ali morion (sc. vocant) ἀπεμούμ HDi ἀνθρωπόμορφος N cf. Isid. l. s. hanc poetae ἀνθρωπόμορφον appellant, quod habeat radicem formam hominis simulantem 13 ἀλοίτην HDi: ἀλθεργιν N οἱ δὲ ἀγχόνη, οἱ δὲ ῥιγαλέος om. HDi ἀρχήρη N: correxi 14 ΒΙΑΔΕΟϹ libri: correxi ζκρο- ἀστης N: ζωρόαστρις HDi διάμονον libri: correxi ἢ ἀρχηνη N: ἀρχήνην H: ἀρχύνη Di: seclusi (varia lectio ad ἀρχήρη emendandum) 15 ἡμιόνας libri: suspectum οἱ δὲ γονογεῶνας libri: correxi 16 τερρέστρις N: τερέστρις HDi: corr. Spr. 17 μανδραγόραw θῆλυς H: syn. om. Di 18 σιλβέστρις NH: correxi τερέστρια H ἐπεὶ om. H)χυλίζεται δὲ ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης χλωρὸς κοπεὶς καὶ ὑποτεθεὶς πιεστηρίῳ· δεήσει δὲ ἡλιάσαντας μετὰ τὸ συστραφῆναι ἀποτίθεσθαι ἐν ὀστρακίνῳ ἀγγείῳ.