De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
73 RV: δελφίνιον· οἱ δὲ διάχυτος, οἱ δὲ διάχυσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ κάμμαρος, οἱ δὲ ὑάκινθος, οἱ δὲ ὕφαιμον, οἱ δὲ ἄρας, οἱ δὲ δελφινιάς, οἱ δὲ Νήρειον, οἱ δὲ Νηρειάδιον, οἱ δὲ σώσανδρον, οἱ δὲ Κρόνιον, Ῥωμαῖοι βουκίνους μίνορ. κλῶνας ἀνίησι δισπιθαμιαίους ἢ καὶ μείζονας ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, περὶ οὓς φυλλάρια ἐπεσχισμένα, λεπτά, ἐπιμήκη, δελφινοειδῆ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται· ἄνθος δὲ ὅμοιον λευκοΐῳ, ἐμπόρφυρον, σπέρμα ἐν λοβοῖς κέγχρῳ ἐμφερές.
2 τούτου τὸ σπέρμα βοηθεῖ ποθὲν σὺν οἴνῳ σκορπιοπλήκτοις ὡς οὐδὲν ἕτερον· φασὶ δὲ καὶ τοὺς σκορπίους παρατεθείσης τῆς πόας παραλύεσθαι ἀπράκτους τε καὶ ναρκώδεις γίνεσθαι, ὑφαιρουμένης δὲ εἰς τὸ αὐτὸ καθεστάναι. φύεται ἐν τραχέσιν καὶ εὐηλίοις χωρίοις.
δελφίνιον ἕτερον· οἱ δὲ ὑάκινθον, Ῥωμαῖοι βουκίνους· καὶ αὐτὸ ἐμφερὲς τῷ πρὸ αὐτοῦ, τοῖς δὲ φύλλοις καὶ τοῖς κλωνίοις ἰσχνότερον πολλῷ, δύναμιν ἔχον καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ, οὐχ οὕτως δὲ ἐνεργές.
[*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (δελφίνιον — ἐμφερές, δελφίνιον ἕτερον — πολλῷ) cf. Ps. D. de h. f. 56.)[*](2 σὺν] ἐν N ποθὲν σὺν οἴνῳ Di δὲ om, N 3 ἡ δὲ χρῆσις — σπέρματος om. N σπέρματος μόνον HADi τῆς δὲ ῥίζης τοῦ Κρητικοῦ ἥτις N 4 τὰ θηρία HDi)[*](6 τπθ· περὶ δελφμίου Di: cap. mg. add. H2: post III 75 inser. A: cap. e R (C fol. 95v): N fol. 61) interpolatum om. reliqui praeter Orib. l. s. διάχρυσις Orib. 7 οἱ δὲ ὕφαιμον — ἅρας om. CH2ADi 8 νήριον libri: correxi νηρειάδα A 9 κρώνειον A μίνωρ A 10 κλῶνας δὲ C post ἀνίησι haec habet N ὀρθοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πήχεως ἢ καὶ μείζονας, περιπλέους φυλλαρίων ἐπεσχισμένων, ἐπιμήκεσιν (sic), δελφινώδεις (sic), ὅθεν καὶ ὠνόμασται· σπέρμα κτλ. δισπιθάμους HADi 11 ἔνλεπτο C ἐπιμήκη — ὠνόμαστας om. C. ad rem cf. Pa. D, de h. f. delfinion dicta, quod semen ipsius 〈velflores〉 delfino marino sit simile 13 σπέρμα — ἐμφερές om. C 14 τούτου τὸ σπέρμα] ὃ H2ADi 16 παραλύειν αὐτοὺς R ἀναρκώδεις R 17 ὑφαιρουμένης —χωρίοις om. C φύεται δὲ HDi)[*](19 C 101v: N 61: om A tit. om. Di 21 δύναμιν δὲ N 22 ἐν- ἐνεργέστερον NH: τεχνέστερον C)73 πύρεθρος· πόα καυλὸν ἀνιεῖσα καὶ φύλλα ὥσπερ δαῦκος ἄγριος ἢ μάραθον· σκιάδιον δὲ ὡς ἀνήθου τροχοειδές· ῥίζα δὲ δακτύλου μεγάλου τὸ πάχος, μακρά, γευσαμένῳ πυρωτικωτάτη, φλέγματος ἐπισπαστική· διὸ καὶ ὀδονταλγίαις βοηθεῖ μετ᾿ ὄξους ἑψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη· ἄγει δὲ καὶ φλέγμα διαμασηθεῖσα, συγχριομένη δὲ μετ᾿ ἐλαίου ἱδρῶτας κινεῖ, ποιοῦσα πρὸς τὰ χρόνια ῥίγη· καὶ πρὸς ἐψυγμένα δὲ ἢ παρειμένα μέρη τοῦ σώματος ἄκρως ἁρμόζει.
74 λιβανωτίς· δισσή· ἡ μέν τις κάρπιμος, ὑπ᾿ ἐνίων δὲ ζέα ἢ καμψάνεμα καλουμένη, ἧς ὁ καρπὸς κάχρυ καλεῖται. [*](73 RV: πύρεθρον· οἱ δὲ δορύκνιον, οἱ δὲ πύρινον, οἱ δὲ πυρωτόν, οἱ δὲ πύρωθρον, οἱ δὲ ἀρνὸς συριγγίς, οἱ δὲ πυρῖτις, Ῥωμαῖοι σαλιβάρις, οἱ δὲ παστινάκα Ἄφρα.) [*](1 SIM.: schol. Nic. Th. 683. 938 (e Crat.) — Cels. V 8 — Zop. Orib. II 553) Scrib. Larg. 9 — Scrib. Larg. 55 D. eup. I 69 (127) — Zop. (Orib. II 574) eup. II 24 (236).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (πύρεθρος — ἐπισπαστική); Gal. XII 110 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIΙ 3 s. v.).) [*](9 SΙM.: [Theophr.] h. pl. lX 11, 10 Pl. XXIV 99sq. (e S. N. schol. Nic. Th. 40 (e Crat.?).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (λιβανωτίς — τόποις)) Ps. Ap. 79 (unde Ps. Orib. II 24. A. Mai VII 447); Gal. XII 60 (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Isid. XVII 9, 81 (e D. la.); Hes. s. v. καχρυδίων cf. Gal. XIX 111.) [*](1 num. cap. τπζ Ο: τ𝒢 Di: π E tit. περὶ πυρέθρου FHADi πύρεθρος PVF: πύρεθρον reliqui post πύρ. syn. e R add. Di: marg. H2 ἀνίησιν RV 2 δαῦκον ἄγριον ROrib.E ἢ] ἢ ROrib.E folia similia habens dauco agresti aut maratro Dl: καὶ reliqui τροχοειδές ROrib.E: superscr. A2: capitellum est simile aneto, obrotundum Dl: τριχῶδες ODi 3 δὲ om. N (charta laesa C) Orib.Di τοῦ δακτύλου Orib.E: τοῦ μεγάλου ROrib.E 4 καὶ φλέγματος Orib. φλέγμαντος C (unde) ἀφλέγμαντος superscr. A2: φλέγματός ἐστιν Di ἐπισπαστικωτάτη N καὶ] ταῖς Ο: καὶ ταῖς EDi cf. Dl unde et dentium dolorem compescit: ob id ipsum dentaria vocatur cf. Ps. Gal. ad Gl. III 70 7 τὰ ἐψυγμένα RE δὲ om. A ἢ] καὶ EV 8 μέρη] ῥίγη R post ἁρμόζει syn. e R add. A) [*](9 num. cap. τπη Ο: τ𝒢α Di: πα E tit. περὶ λιβανωτοῦ FHA: περὶ λιβανωτίδος Di λιβανωτός FHA δισσή — καλουμένη om. R: ὑπ᾿ ἐνίων — καλ. om. Orib. 10 ζέα] alia est fructifera quam etiam zeam Soranus appellat Ps. Ap. (Ack.) ἧς] ταύτης R κάγχρυς R (in lemmate κάχρυ) FHDi: cachrys Pl.: κάγχρις A: κάχρη V) [*](11 C fol. 259v: N 123 οἱ δὲ (pr.)] οἵτινες A δωρύκνιον N 12 ἀρνὸς συριτις R: ἀρνὸς συρίτης HADi: correxi οἱ δὲ πυρῖτις om. N cf. schol. Nic. Th. 683 ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα πυρῖτις βοτάνη, ἣν πρὸς παντός φησι θηρίου δῆξιν ἀγαθὴν εἶναι, ὥς φησι Κρατεύας (ἀριστεύας codd.) 13 salivaris quod pituitam elicit οἱ δὲ π. Ἄφρα om. HADi)
2 ἡ δὲ ἑτέρα κατὰ πάντα ἐοικυῖα τῇ πρὸ αὐτῆς σπέρμα φέρει πλατύ, μέλαν ὡς σφονδύλιον, εὐῶδες, οὐ πυρωτικόν, ῥίζαν ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαιναν, θραυσθεῖσαν δὲ λευκήν. ἡ δὲ λεγομένη ἄκαρπος, κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς προειρημέναις, οὔτε καυλὸν ἀνίησιν οὔτε ἄνθος οὔτε σπέρμα φύεται δὲ ἐν πετρώδεις καὶ τραχέσι τόποις.
πασῶν δὲ κοινῶς ἡ πόα καταπλασθεῖσα λεία αἱμορροΐδας στέλλει, φλεγμονάς τε τὰς κατὰ δακτύλιον πραΰνει καὶ κονδυλώματα καὶ χοιράδας καὶ τὰ δύσπεπτα τῶν ἀποστημάτων συμπέσσει.