De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

κατασκευάζονται δὲ καὶ ἅλες ἐξ αὐτῶν 2 πρὸς τὰ αὐτά, πλὴν ὁμοίως οὐκ ἐνεργοῦσι. καθίεται δὲ ἔχιδνα ζῶσα εἰς καινὴν χύτραν καὶ μετʼ αὐτῆς ἀλῶν καὶ ἰσχάδων τετριμμένων ἀνὰ ξέστην ἕνα μετὰ μέλιτος κυάθων ἕξ, καὶ περιχρίεται πηλῷ τὸ πῶμα τῆς χύτρας καὶ ὀπτᾶται ἐν καμίνῳ, ἄχρις οὖ ἀνθρακωθῶσιν οἱ ἅλες. μετὰ δὲ τοῦτο λειοτριβηθέντες ἀποτίθενται, ἐνίοτε μειγνυμένου πρὸς εὐστομίαν αὐτοῖς ναρδοστάχυος μαλαβάθρου φύλλου βραχέος.

17 γῆρας ὄφεως ἑψηθὲν μετὰ οἴνου βοήθημά ἐστιν ὠταλγίας ἐγχεόμενον καὶ ὀδονταλγίας διακλυζόμενον. μίσγουσι δὲ αὐτὸ καὶ εἰς ὀφθαλμικὰς δυνάμεις, μάλιστα δὲ τὸ τῆς ἔχεως.

18 λαγωὸς θαλάς σιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι, δύναται δὲ λεῖος καταπλασθεὶς καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετʼ ἀκαλήφης θαλασσίας τρίχας ψιλοῦν.

19 τοῦ δὲ χερσαίου λαγωοῦ ῦ ὁ ἐγκέφαλος ἁπτὸς βιβρωσκόμενος ὠφελεῖ τρόμους τοὺς κατὰ πάθος γινομένους, καὶ ὀδοντιάσεις ἐπὶ παιδίων παρατριβόμενος καὶ ἐσθιόμενος. ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καεῖσα καὶ καταχρισθεῖσα μετὰ στέατος ἀρ [*](3 SΙM. Pl. XXIX 119 Gal. XIV 290sq.) [*](3 EXC. Gal. XII 319.) [*](11 SIM. Pl. XXXII 87; D. eup. I 57 (121)— Pl. XXX 25 eup. I 57 (130)— Pl. XXIX 122.) [*](11 EXC. Gal. XII 342 (Paul. Aeg. VII s. v. γῆρας ὄφεως).) [*](14 SIM. Pl. XXXII 135; D. eup. I 103 (145).) [*](14 EXC. Orib. XI s. v. λαγωὸς — ψιλοῦν); Gal. XII 566.) [*](17 SIM. D. eup. I 231 (213)— Pl. XXVIII 259 eup. I 4 (131) — eup. II 91 (297) — eup. II 82: (294) — Pl. XXVIII 202 — eup. I 18 (103)— Pl XXVIII 154. 162 eup. II 159 (335) II 115 (315).) [*](17 EXC. Gal. XII 334; Paul. Aeg. VII 3 s. v. γκέηαλος.) [*](1 ad rem cf. Pl. l. s., Gal. XII 319 φθερῶν τε οὖν πλῆθος οὐκ ἀλίγον γεννᾶται τοῖς ἔχουσι κακοχυμίαν ἐν τοῖε σώμασι δαφιλῆ (sc. carnis viperinae esu) 4 οὐχ ὁμοίως Di 5 καὶ addidi 6 καὶ addidi 8 ἀνθρακννθῶσι libri: fort. ἀπανθρακωθῶσιν 9 εὐστομαχίαν Di αὐτῷ F: αὐτοῦ H 10 ἢ φυλλου ἢ κλαπάθρου Di: μαλαβάθρου φύλλων Ἰνδκοῦ γο. δ Gal. XIV 295) [*](11 num. cap. ρμq QDi ἐν ρἴνῳ Di 13 ἔχεως] ἀοπδος Paul. Aeg. l. s.) [*](14 num. cap. ρμξ QDi 15 ἀκαλέχηε HDi: ἀκαλίχης F 16 θαλασσίας addidi ex Οrib. coll. Pl. XXXII 135 eadem υis (sc. psilotri) . . . lerorise marini sanguini et felli . . . urtica marina trita (sc. psilotrum est)) [*](17 num. cap ρμη QDi 18 τρόμονς τοὺς κατὰ πάθος] φόβους Gal. l. s. 19 παίδων D. eup. I 74 (131): παίδων libri)

128
κείου ἢ ἄξους ἀλωπεκίας θεραπεύει. ἡ δὲ πιτύα ποθεῖσα μετά ἡμέρας τρεῖς μετὰ τὴν ἂφεδρον ἀτόκιον εἶναι ἱστορεῖται· ἐπέχει δὲ καὶ τὴν ἐκ μήτρας ῥύσιν καὶ κοιλίας, ὠσελεῖ δὲ καὶ ἐπίλημπτικούς, καὶ τρὸς τά θανάσιμα μετʼ ὄξους πινομένη, μάλιστα δὲ πρὸς γάλακτος θρόμβωσιν καὶ ἐχιδνῶν δήγματα. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ θερμὸν καταχριόμενον ἐφήλιδας καὶ ἀλροὺς καὶ φακοὺς θεραπεύει.

20 τρυγόνος θαλασαίας τὸ κέντρον, ὃ δὴ ἀπὸ τῆς οὐρᾶς αὐτῆς πέφυκεν ἀνεστραμμένον ταῖς φολίσιν ὀδόντα πονοῦντα πραύνει· θρύττει γὰρ καὶ ἀποβάλλει.

21 σηπ ίας ἑψηθείσης τὸ μέλαν βιβρωσκόμενον δύσπεπτον, κοιλίας μαλακτικόν. τὸ δὲ ἐπʼ αὐτῆς ὄστρακον ύχηματισθὲν εἰς κολλύρια ἁρμόζει πρὸς παράτριψιν τραχέων βλεφ ἀρων, καὲν δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ ἀστράκῳ, ἄχρις οὗ τὸ πλακῶδες αὐτοῦ ἀποστῇ, σμήχει λεῖον ἀλφοὑς, πίτυρα, ὀδόντας, ἐφἤλεις. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λευκώματα κτηνῶν ἐμφυαώμενον, καὶ πτερύγια τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς τήκει σὺν ἀλκὶ λεῖον προσαγόμενον.

22 τρἐγλα συνεχῶς ἐσθιομένη ἀμβλυωπίας δοκεῖ κατασκευαστικὴ [*](8 SΙΜ. D. eup. I 70 (128); Pl. XXXII 79.) [*](8 EXC Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](11 SIM. [Hipp.] π. δ. II 48 VI 550); Mnesith.(Ath. VIII 357d); Pl. XXXII 100 — D. eup. I 119 (153) Pl. XXXII 85 — eup. I 76 (132) — Pl. XXXII 71. 72 — eup. I 45 (114).) [*](11 EXC Gal. XII 847 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.), cf. Gal VI 736.) [*](19 SIM. Pl. XXXII 70 — PI. XXXII 44; D. eup. II 126 (322).) [*](19 EXC. Gal XII 865; Paul. Aeg. VII 3 s. v. τρίγλη· συνεχῶς ἐοθιομένη ἀμβλυωπίας ἐργάζεται, ώμή δὲ ἀνασχισθεἴσα καὶ ἐπιτεθνῖσα θαλαττίου δράκοντος καὶ σκορπίου καὶ ἀράχνης ἰᾶται δῆγμα.) [*](1 μετὰ] fort. ἐπὶ) [*](8 num. cap. ρμθ QDi 8 ἐπὶ F: ἀπὸ reliqui 9 a voce πέφυκεν inc. cod. E post πέφικεν add. ὡσνὶ δίνης Ε ἀνεστραμμένης E: ἀνεστραμμένον reliqui: suspectum 10 πμύει E: πραύνε: superscr. E2 //// θρύπτει (καὶ ut videtur del. Ε2)Ε γὰρ om. add. E2) [*](11 num. cap. ρν QDi: κα Ε tit. περὶ σιπίαε F : περὶ σηπίας reliqui σηπἐας δʼ ἐψ. Ε post θιβρ. add. ὐπʼ ἐνίων Ε 12 μαλακτικόν] λυτυκόν Ε τὸ δὲ ὄστρακον αὐτῆς Ε ἐπʼ] ἀπʼ HDi 13 κολλῦριον E ante τραχέων del. τριχῶν καὶ E2 καὲν sc. ὄστρακον cf. Pl XXXII 85 14 ἄχρι ἂν Ε πλακῶδες] cf. Arist. h. a. IV 2, 18. Arist—Pseudep. 320 R 15 λεῖον om. Ε ἀλφὸν. F ὀδδνταε καὶ ἐχήλεις καὶ πίτυρα Ε 16 δὲ om. Ε) [*](19 num. cap. ρνα QDi: κβ Ε tit. περὶ τρχλης QDi)

129
ὑπάρχειν. ὠμὴ δὲ ἀνασχισθεῖσα καὶ ἐπιτεθεῖσα θαλασσίου δράκοντος καὶ σκορπίου καὶ ἀράχνης δήγματα ἰᾶται.

23 ὄδρχις ἰπποποτάμου ξηρανθεὶς καὶ λειανθεὶς πίνεται μετʼ οἴνου πρὸς ἑρπετῶν δήγματα.

24 καὶ ὁ τοῦ κάστορος ὄρχις — ἐστι δὲ τὸ ζῷον ἀμφίβιον, τὸ πλεῖστον ἐν ὕδασιν ἰχθύσι καὶ καρκίνοις τρεφόμενον — ποιεῖ μὲν καὶ πρὸς ἑρπετά, ἐστι δὲ καὶ πταρμικὸς καὶ καθόλου ποικίλην ἔχει τὴν χρῆσιν ποθεὶς γάρ μετὰ γλήχωνος δραχμῶν πλῆθος δυεῖν ἔμμηνα κινεῖ καὶ ἔμβρυα καὶ δεύτερα ἐκβάλλει. πίνεται δὲ σὺν ὄξει καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις, στρόφους, λυγμούς, θανάσιμα φάρμακα, ἰξίαν· ἀνακαλεῖται δὲ καὶ τοὺς ληθαργικοὺς καὶ τοὺς ὁπωσδήποτε καταφερομένους ἐμβρεχόμενος σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καὶ ὀσφραινόμενος, καὶ ὑποθυμιώμενος δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ· ἁρμόζει καὶ τρόμοις καὶ σπασμοῖς καὶ παντὶ τῷ νευρώδει πινόμενός τε καὶ συγχριόμενος, καὶ καθόλου θερμαντικὴν ἔχει τὴν δύναμιν.