De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

τῆς δὲ Ἰνδικῆς ἡ μέν τις λέγεται Γαγγῖτις 2 ἀπό τινος ποταμοῦ παραρρέοντος τοῦ ὄρους, Γάγγου καλουμένου, παῤ ᾧ φύεται, ἀσθενεστέρα κατὰ δύναμιν οὖσα διὰ τὸ ἐφ᾿ ὑδατωδῶν τόπων εἶναι καὶ ἐπιμηκεστέρα, πλείους τε ἔχουσα τοὺς στάχυας ἀπὸ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ πολυκόμους καὶ περιπεπλεγμένους, βρωμώδεις κατὰ τὴν ὀσμήν. ἡ δὲ ὀρεινοτέρα εὐωδεστέρα, κολοβόσταχυς, κυπερίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν ἔχουσά τε καὶ τὰ ἄλλα ἐν αὑτῇ, ὅσαπερ καὶ ἡ Συριακὴ [*](1 SIM. D. eup. I 18 (103) — I 237 (218 ubi corrige) — II 66 (281) — II 102 (303) 109 (306) cf. Cels. III 21 — II 121 (320) — II 115 (316) II 111 (309) — II 79 (292) — I 128 (158) — Theophr. de od. 32 Pl. XIII 8. 11. 18.) [*](8 SIM. Pl. XII 42 sq. (ex Iuba) cf. Aristob. (Arr. Anab. VI 22, 5); Strab. XV 721 (e Nearcho. [Arr.] l. s 63.) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (νάρδου — χειρόνιπτρον, ἀποτίθενται — ἀναπλασθεῖσαι); Orib. t. V 76 O.; Gal. XII 84 (═ Aet. l s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Sim. Seth. s. v. στάχος aliis aliunde additis); sid. XVII 9, 3 (e D. lat.); cf. Gal. XIV 73 sq.) [*](1 πρὸς addidi 3 νεφριτικοῖς F: νεφρικοῖς reliqui 5 ποθὲν ὅσον H μία addidi ῥάπτει Da 7 in calce καὶ ἑτέρας ἀντιδότους add. Sar.) [*](8 num. cap. ζ QDi: q΄ Dl δύο γένη Orib. Di 12 καὶ (pr.) om. Orib. κούφη — ἄγαν om. mg. add. Orib. (pr. m.) τῇ χρόᾳ Orib. 13 μικρὸν] πυκνὸν Spr. e cod. nescio quo, at cf. Isid. l. s. spica parvum στάχυν] nardi radicis nucleum cf. Gal. XIV 73 14 τῇ γεύσει HOrib. γλώσσης Orib. 15 ἱκανὸν χρόνον Orib. 16 γαγκίτις H: γαγγίτης Da: γαγνίτις Orib. τοῦ om. Orib. 17 κατὰ] τὴν Spr. 18 ἐφ᾿ ὑδάτων F: ἀφ᾿ ὑδατωδῶν Da: ἔφυδρον (ο in ω corr. pr. m.) τῶν Orib. εἶναι om. FOrib. καὶ om. H πλείονας H 19 στάχυς FDaDi: στάχυας Orib.: στάχεις vulgo 20 βρομώδης Orib. ὀρεινὴ μελαντέρα vix recte Spr. coll. Gal. XII 84 22 αὐτῇ vulgo ὅσα Orib.)

12
λεγομένη. καλεῖται δέ τις καὶ Σαμφαριτικὴ ἀπὸ χωρίων ὠνομασμένη, υεγαλόσταχυς, λευκοτέρα, καυλὸν ἔσθ᾿ ὅτε μέσον ἔχουσα, ὑπερτραγίζοντα τῇ ὀσμῇ, ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι.

3 πιπράσκεται δὲ καὶ ἀποβεβρεγμένη, ὅπερ γινώσκεται ἐκ τοῦ λευκὸν εἶναι τὸν στάχυν καὶ αὐχμηρὸν καὶ μὴ ἔχειν τὸν χνοῦν. δολίζουσι δὲ αὐτὴν ἐμφυσῶντες στίβι μεθ᾿ ὕδατος ἢ οἴνου φοινικίτου πρὸς τὸ συμπιλοῦσθαι αὐτὴν καὶ βαρυτέραν γίνεσθαι. ἐπὶ δὲ τῆς χρείας ἀφαιρεῖν δεῖ, εἰ προσείη ταῖς ῥίζαις πηλός, καὶ σήθειν χωρίζοντας τὸν κονιορτὸν εὐχρηστοῦντα εἰς χειρόνιπτρον.

δύναμιν δὲ ἔχουσι θερμαντικήν, ξηραντικήν, οὐρητικήν, ὅθεν κοιλίαν τε ἱστᾶσι πινόμεναι καὶ τὰς ἐκ μήτρας ῥύσεις προστιθέμεναι καὶ ἰχῶρας στέλλουσι.