De materia medica
Dioscurides Pedianus
Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.
14 κιναμώμου ἐστὶ πλείονα εἴδη ὀνομαζόμενα ἐπιχωρίως. διαφέρει δὲ τὸ Μόσυλον διὰ τὸ σῴζειν ποσὴν ἐμφέρειαν πρὸς τὴν Μοσυλῖτιν καλουμένην κασσίαν, καὶ τούτου τὸ πρόσφατον, τῇ χρόᾳ μέλαν, τεφρίζον ἐν τῷ οἰνώδει, λεπτὸν δὲ τοῖς ῥαβδίοις καὶ λεῖον, ὄζοις συνεχέσι κεχρημένον, σφόδρα εὐῶδες — σχεδὸν γὰρ ἡ τοῦ ἀρίστου κρίσις ἐστὶ περὶ τὴν ἐν τῇ εὐωδίᾳ ἰδιότητα· εὑρίσκεται γὰρ μετὰ τοῦ ἡδίστου καὶ ἰδιάζοντος ἡ ὀσμὴ πηγανίζουσα ἢ καρδάμῳ ἐμφερής —, ἔτι καὶ δριμὺ καὶ [*](7 SIM. Theophr. de od. 32. 35 Cels. III 21 (107, 13) D. eup. I 121 (154) II 76 (288) II 115 (316) II 102 (303) II 70 (284).) [*](15 SIM. Theophr. h. pl. IX 5; Pl. XII 85 sq. (ex Iuba, unde Sol. 135, 13 Diod. II 49; Strab. XVI 782; Arr. an. VII 20, 2.) [*](15 EXC. Orib. XI s. v. (κινάμωμον — καρδ. ἐμφερής); Gal. XII 26; Gal. XIV 63 sq. 257. Isid. XVII 8, 10 e Pl. — Sol. DI); Ps. Orib. de simpl. V 77; Sim. S. s. v. (55 L).) [*](15 TEST. Gal. XIV 62. 63.) [*](1 nov. cap. (ιδ) περὶ τῆς ψευδοκασσίας incip. Di ἀφάτως] lappatio Dl 3 ἔχουσα ἐν τῇ Da δέ τις Di 4 ταῖς ἄλλαις Da ἀποδοκιμάζουσι Di 5 πρασίζουσαν F: τραγίζουσαν reliqui 6 δὲ (pr.) om. vulgo 7 θερμαντικὴν καὶ (dittogr.) QDiDa: diuretica Dl 8 πράως H 9 τε] δὲ H μετὰ — πινομένη om. H 11 εἰς om. HDa 13 μίγνυται H 14 τὸ αὐτὸ γὰρ HDiDa τέ] δὲ H 15 num. cap. ιδ QDi: ιβ΄ Dl κινάμωμον F (ut semper): κινναμώμου reliqui 16 μούσυλον HDa: mosylicum Orib. σῴζειν] φέρειν Di: τηρεῖν vulgo ποσῶς H 17 λεγομένην H 18 τεφρῶδες τῇ χρόᾳ Gal. XIV 257 20 τὴν εὐωδίαν Da 21 ἡδίστου QDa: ἀρίστου Orib.Di cf. Gal. l. s. ἔστι γὰρ πάνυ τῇ ὀδμῇ κάλλιστόν τε καὶ ἥδιστον 22 πηγανίζουσα ἢ om. Di at cf. Gal. l. s. καὶ διαμασώμενον πηγανίζειν δοκεῖ καρδαμώμῳ libri Dl: corr. Marc. ἔτι] ἐπὶ (compendiose script.) F)
δοκιμάζων δὲ ἀπὸ 2 μιᾶς ῥίζης λάμβανε τὸν θαλλόν· εὐχερὴς γὰρ ἡ τοιαύτη δοκιμασία. τὰ γὰρ θραύσματα μείγματα τυγχάνει καὶ κατὰ τὴν πρώτην δοκιμασίαν τὰ κρείττονα περιπνέοντα καὶ πληροῦντα τὴν ὄσφρησιν ἐμποδίζει τὴν τοῦ ἥττονος ἐπίκρισιν. ἔστι δὲ καὶ ὀρεινόν, παχὺ καὶ κολοβόν, σφόδρα ὑπόκιρρον τὴν χρόαν· καὶ τρίτον παρὰ τὸ Μόσυλον μέλαν καὶ λεῖον, ἰνῶδες δὲ καὶ οὐ πολυγόνατον· τέταρτον λευκόν, χαῦνον, ὀγκῶδες ἰδέσθαι καὶ εὐγενές, εὔθραυστόν τε καὶ μεγάλην ἔχον ῥίζαν κασσίζον· πέμπτον κασσίζον τῇ ὀσμῇ καὶ πληκτικόν, ὑπόκιρρον δὲ καὶ προσεμφερὲς τὸν φλοιὸν κασσίᾳ πυρρᾷ, πρὸς τὴν ἁφὴν δὲ στερεόν, οὐ πάνυ ἰνῶδες, παχύρριζον. τούτων δὲ τὸ πνέον λιβανωτοῦ ἢ μυρσίνης ἢ κασσίας ἢ βρωμώδους εὐωδίας ἧττόν ἐστιν.