Enquiry into Plants
Theophrastus
Theophrastus, Enquiry into Plants, Hort, Heinemann, 1916
Διαφέρει δὲ καὶ κατὰ τὴν ἔκφυσιν καὶ θέσιν· τὰ μὲν γὰρ ἔχει περὶ αὐτὸν τὸν καρπόν, οἷον ἄμπελος [*](1 i. e. petaloid.) [*](² ἀγρίων Ald.; αἰτίων U; ἀντιῶν MV; ποντίων conj. W.) [*](³ i. e. corolla and stamens, etc.) [*](4 i. e. are gamopetalous (or gamosepalous).)
Ἄλλα δὲ ἰδιωτέρως, οἷον ὁ κιττὸς καὶ ἡ συκάμινος· ἐν αὐτοῖς μὲν γὰρ ἔχει τοῖς ὅλοις περικαρπίοις, οὐ μὴν οὕτε ἐπ᾿ ἄκροις οὕτ᾿ ἐπὶ περιειληφόσι καθ᾿ ἕκαστον, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς ἀνὰ μέσον· εἰ μὴ ἄρα οὐ σύνδηλα διὰ τὸ χνοῶδες.
Ἔστι δὲ καὶ ἄγονα τῶν ἀνθῶν ἔνια, καθάπερ ἐπὶ τῶν σικύων ἃ ἐκ τῶν ἄκρων φύεται τοῦ κλήματος, [*](¹ cf. 3. 16. 4. ² Lacuna in text; ἀνθῶν I conj.) [*](³ τάχα Ald.; τινα W. after Sch. conj.) [*](4 ἄποισ conj. Bod.; ἄγνος Ald. H.) [*](5 i. e. composites.) [*](6 σπερμάτων conj. Dalec. from G ; στομάτων Ald.) [*](7 ἄκανος conj W.; ἄκαρος UV.) [*](8 ἀκανώδη conj. W.; ἀνθώδη Ald. H. cf. 1. 10. 6; 6. 4. 4.)
(Γίνεται δὲ καὶ τό γε τῆς ῥόας ἄνθος πολὺ καὶ πυκνὸν καὶ ὅλως ὁ ὄγκος πλατὺς ὥσπερ ὁ τῶν ῥόδων· κάτωθεν δ᾿ ἑτεροῖος· οἷος δίωτος μικρὸς ὥσπερ ἐκτετραμμένος ὁ κύτινος ἔχων τὰ χείλη μυχώδη.)
Φασὶ δέ τινες καὶ τῶν ὁμογενῶν τὰ μὲν ἀνθεῖν τὰ δ᾿ οὔ, καθάπερ τῶν φοινίκων τὸν μὲν ἄρρενα ἀνθεῖν τὸν δὲ θῆλυν οὐκ ἀνθεῖν ἀλλ᾿ εὐθὺ προφαίνειν τὸν καρπόν.
Τὰ μὲν οὖν τῷ γένει ταὐτὰ τοιαύτην τὴν διαφορὰν [*](¹ i. e. the pistil.) [*](2 i. e. as seen from above : καὶ ὅλων . . . ῥόδων describes the corolla, κάτωθεν . . . μυχώδη the undeveloped ovary, including the adherent calyx.) [*](3 ῥόδων conj. Bod.; ῥοῶν Ald.) [*](4 κάτωθεν . . . μυχώδη I conj.; δ᾿ ἕτεροι δι᾿ ὧν ὡς μικρὸν ὥσπερ ἐκτετραμμένος κότινος ἔχων τὰ χείλη μυχώδη UMV Ald. (except that Ald. has ἄνω for χείλη and ἐκτετραμμένον : so also P, but ἐκτετραμμένος). The sentence explains incidentally why the pomegranate flower was called κύτινος (cf. 2. 6. 12 ; C. P. 1. 14. 4; 2. 9. 3; 2. 9. 9; Diosc. 1. 110; Plin. 23. 110)